• Τέχνη
  • Κατοχή και Τέχνη

Κατοχή και Τέχνη

 Σταυρούλα Μαυρογένη

Αν δεχθούμε ότι η τέχνη είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας και της εποχής της, τότε είναι φυσικό οι καλλιτέχνες να επηρεάζονται από τα όσα διαδραματίζονται την εποχή τους. Το αξίωμα αυτό αποκτά ιδιαίτερη διάσταση σε περιόδους πολέμου, αφού οι δεδομένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες όχι µόνο επηρεάζουν αλλά καθορίζουν την καλλιτεχνική δηµιουργία και καθοδηγούν το δηµιουργό. Εξίσου δεδομένο πρέπει να θεωρηθεί και το γεγονός ότι στη διάρκεια των πολέμων η τέχνη αποτελεί χρήσιµο εργαλείο στον αγώνα κατά του Κατακτητή.

Αστεριάδης  Αγήνωρ - «Καλάβρυτα», έγχρωμη τέμπερα, 10,5x15 εκ.Υπό το πρίσμα αυτό, από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου και καθόλη της διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρατηρείται μια καλλιτεχνική έκρηξη που κορυφώνεται κατά τα επόμενα χρόνια της Κατοχής. Ο πνευματικός κόσμος της Ελλάδας θεωρεί χρέος του να λάβει μέρος στην εμψύχωση του λαού. Ο Κ. Βάρναλης  σε χρονογράφημά του με τίτλο “Το αηδόνι” στην εφημερίδα ‘Πρωία’ στις 29 Απριλίου 1941, λίγες μόνο ημέρες μετά την έναρξη της Κατοχής είχε θέσει το πλαίσιο του τρόπου με τον οποίο όφειλαν να αντιδράσουν οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών: «Να πλησιάσουν οι πνευματικοί άνθρωποι το Λαό, να βάλουν την καρδιά τους πάνω στην καρδιά του Λαού για να χτυπήσει ομόθυμα μ’ εκείνην, να στεριώσουν περισσότερο τις ζωντανές και γόνιμες δυνάμεις του Έθνους και να ξεριζώσουν τις στείρες πλάνες που έχει. Δεν έχουν το δικαίωμα ν’ αρνηθούν αυτό το καθήκον, με διάφορες θεωρίες φυγής προς το ‘Εγώ’ (…)».

Οι καλλιτέχνες πράγματι ανταποκρίθηκαν σ’ αυτό το κάλεσμα, αφού η συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση έγινε αντιληπτή ως εθνική αναγκαιότητα και ηθικό χρέος για την πλειοψηφία των καλλιτεχνών.

Γίνεται, ωστόσο, φανερό ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά την περίοδο της Κατοχής προσδιόριζαν και το περιεχόμενο της καλλιτεχνικής παραγωγής. Ο Τάσσος (Αλεβίζος), όντας φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών κατά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, θυμάται πως «όλο το εργαστήριο χαρακτικής [της Σχολής] είχε επιστρατευτεί για την παραγωγή αφισών». Τούτο μάλιστα προστάτευσε τους καλλιτέχνες οι οποίοι είχαν ήδη αναπτύξει αντιδικτατορική δράση ενάντια στο μεταξικό καθεστώς. Σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία του ιδίου, ήδη από τον Οκτώβριο του 1941 «η Ηλέκτρα Αποστόλου, από μέρους του ΕΑΜ, συγκέντρωσε μια μικρή ομάδα χαρακτών, από τα ιδρυτικά κυρίως μέλη του ΕΑΜ Καλλιτεχνών και συγκρότησε ένα καλλιτεχνικό συνεργείο για τις προπαγανδιστικές ανάγκες» του αγώνα.

Η Κατοχή δεν προσδιόρισε μόνον το περιεχόμενο της καλλιτεχνικής παραγωγής, αλλά και τη φόρμα. Λόγω της φύσης της η χαρακτική αναδείχθηκε σε κυρίαρχη μορφή τέχνης στη διάρκεια της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Με τον όρο χαρακτική εννοούμε τις τεχνικές και μεθόδους με τις οποίες ένα έργο μεταφέρεται από τον καλλιτέχνη χαράκτη ή από άλλον τεχνίτη πάνω σε μια πλάκα ξύλου, χαλκού, πέτρας ή άλλου υλικού, και από εκεί τυπώνεται συνήθως σε χαρτί. Το χαμηλό κόστος, τα έντονα, απλά και σαφή σύμβολα, η δυνατότητα αναπαραγωγής ενός έργου για την εικονογράφηση εντύπων ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά που βοήθησαν στην εξυπηρέτηση των αναγκών της Αντίστασης από τη χαρακτική. Τα έργα των καλλιτεχνών έγιναν με τη σειρά τους εργαλείο και πηγή έμπνευσης των αγωνιστών που πήραν το όπλο στο χέρι για να απελευθερώσουν τον τόπο.

Αν ανατρέξουμε και πάλι στη μαρτυρία του Τάσσου θα διαπιστώσουμε τον τρόπο με τον οποίο εργάζονταν οι καλλιτέχνες κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Σύμφωνα με τον ίδιο, «Από κει κι ύστερα [από την ίδρυση της ομάδας χαρακτών] ξεκινήσαμε μια δουλειά εντυπωσιακή σε όγκο. Για την ποιότητα και την αποτελεσματικότητά της ας μιλήσουν άλλοι. Εμείς παίρναμε από την ΚΕ του ΕΑΜ το θέμα της δουλιάς και τα συνθήματα. Όπως τα τσιγκογραφεία ήταν απροσπέλαστα, δουλεύαμε με ξύλα και λινόλεουμ. Συχνά η δουλιά ήταν ομαδική».

Ο αντιστασιακός τύπος βοήθησε προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά και για την ανάπτυξη του πολιτικού ρόλου της χαρακτικής. Η αγωνιστική χαρακτική, που ξεκίνησε με δημοσιεύσεις στο «Ριζοσπάστη» και σ’ άλλα αντιστασιακά έντυπα, μετατράπηκε σε κυρίαρχη κατεύθυνση. Οι Γιώργος Φαρσακίδης, Δημήτρης Γιολδάσης, Μέμος Μακρής, Γιάννης Κεφαλληνός, Λουκία Μαγγιώρου, Βάσω Κατράκη, Χρήστος Δαγκλής, Βάλιας Σεμερτζίδης, Χρήστος Καπράλος, Κώστας Γραμματόπουλος, Άννα Κινδύνη, Γιάννης Στεφανίδης, Ασαντούρ Μπαχαριάν, Γιώργος Σικελιώτης, Θανάσης Απάρτης, Ορέστης Κανέλλης, Τάσσος, και πολλοί άλλοι ακόμα συνέθεσαν έναν ενιαίο τύπο προπαγανδιστικής τέχνης, σαφή, πειστικό και άμεσο ως προς το περιεχόμενό του.

Υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις κατά τις οποίες διάφορες καλλιτέχνες ομαδοποίησαν τις δημιουργίες τους και τις εξέδωσαν υπό τη μορφή λευκωμάτων. Πολλά όμως από αυτά χάθηκαν λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν. Το πρώτο λεύκωμα κυκλοφόρησε στις 25 Μαρτίου 1943 με τίτλο «Από τους Αγώνες του Ελληνικού Λαού» (έκδοση ΕΛΑΣ - ΕΑΜ). Περιελάμβανε χειρόγραφα κείμενα δημοτικών τραγουδιών, ποιήματα του Ρήγα Βελεστινλή και του Διονυσίου Σολωμού, διακοσμημένα με πρωτογράμματα και με υποσέλιδα και με οκτώ ασπρόμαυρες ξυλογραφίες των Γιώργου Βελισσαρίδη -που έγραψε τα κείμενα και φιλοτέχνησε τα διακοσμητικά-, Α. Τάσσου, Βάσως Κατράκη και Λουκίας Μαγγιώρου. Δεν είχαν όμως την ίδια τύχη τα επόμενα δύο λευκώματα που εκδόθηκαν το 1943, καθώς δεν σώθηκε κανένα από τα αντίτυπα. Αντίθετα, σώθηκαν τα λευκώματα που κυκλοφόρησαν την 25 Μαρτίου 1945 και την Πρωτομαγιά του ίδιου έτους και τα οποία είχαν το μεν πρώτο ως τίτλο «Για τη Χιλιάκριβη τη Λευτεριά», ενώ το δεύτερο τιτλοφορούνταν «Θυσιαστήριο της Λευτεριάς».

Οι καλλιτεχνικές συνθέσεις μετατράπηκαν σε φωνή διαμαρτυρίας για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα. Ο στρατευμένος στην Αντίσταση Φωκίων Δημητριάδης αποτύπωσε με τα χαρακτηριστικά σκίτσα του τον καθημερινό αγώνα και τα δεινά του δοκιμαζόμενου λαού των μεγαλουπόλεων. Ο οραματιστής κι αγωνιστής Γ. Κεφαλληνός, φιλοτέχνησε και εκείνος δεκάδες έργα, πλημμυρισμένα από το βαθύ ανθρώπινο πόνο και τον πύρινο ποταμό της Κατοχής. Μερικά, μάλιστα, έργα από το μαρτυρολόγιο, που ο ίδιος ονόμασε ο «Λιμός της Κατοχής» (1942), καταστράφηκαν από τους Γερμανούς. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και τα έργα της Β. Κατράκη. Η εμφάνιση των Γερμανών, τα βασανιστήρια, οι πένθιμες νεκρικές πομπές, το λαϊκό δικαστήριο, γυναίκες και παιδιά, ήταν μερικές από τις συνθέσεις αυτής της περιόδου, στις οποίες ο άνθρωπος, η μητέρα, το παιδί, μετατράπηκαν σε οικουμενικές μορφές, που ενσάρκωναν όλο το βάθος της ανθρώπινης τραγικότητας και της συμπόνιας. Αντίστοιχα ήταν και τα μηνύματα των έργων του Β. Σεμερτζίδη «Τα παιδιά της πείνας» (ολόκληρη σειρά 1941 – 1943), «1941» και «Χειμώνας 1941».

Άλλοι πάλι καλλιτέχνες συνέδεσαν τις δημιουργίες τους με τα θέματα από τις γενικότερες παραδόσεις εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων του ελληνικού λαού. Έτσι, η εθνική ιστορία και ο πολιτισμός έγιναν πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης αρκετών δημιουργών, αλλά προσκλητήριο αντίστασης στους κατακτητές. Ο Δημήτρης Γιολδάσης δούλεψε στη διαφώτιση και στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του ΕΛΑΣ. Παράλληλα ζωγράφιζε και εικονογραφούσε μια αντιστασιακή σατιρική εφημερίδα. Μαζί με άλλους ζωγράφους, έκανε τοιχογραφίες με τους ήρωες του ’21 (οι οποίες, δυστυχώς, δε σώθηκαν), στο κτίριο του Εθνοσυμβουλίου στις Κορυσχάδες. Στο ίδιο πνεύμα ήταν και τα έργα του σημαντικότερου καλλιτέχνη της εποχής Τάσσου, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως ο «χαράκτης του αγώνα και της ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο», αλλά και του Μεγαλίδη ο οποίος μετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση και φιλοτέχνησε το μνημειώδες για τη νεότερη ελληνική ιστορία «Λεύκωμα του Αγώνα ΕΑΜ – ΕΛΑΣ 1941 – 1945» με προσωπογραφίες αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και συνθέσεις από την καθημερινή ζωή τους.

Ουσιαστικά, οι συνθήκες κατά την περίοδο της Κατοχής ανέδειξαν τη χαρακτική ως την κυρίαρχη μορφή τέχνης. Δεδομένου ότι η κυρίαρχη πολιτική δύναμη ήταν το ΕΑΜ, οι περισσότεροι καλλιτέχνες στρατεύθηκαν στις τάξεις του και τα έργα τους προβλήθηκαν και διαδόθηκαν μέσω του αντιστασιακού τύπου. Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο η Τέχνη στρατεύθηκε και διαδραμάτισε έναν καθοριστικό ρόλο στην αποτύπωση των δύσκολων συνθηκών που επικράτησαν στην κατοχική Ελλάδα, αλλά και στη διάδοση των αντιστασιακού κινήματος.

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ

1. Αστεριάδης Αγήνωρ (Λάρισα 1898 - Αθήνα 1977)

Ζωγράφος, αγιογράφος και χαράκτης της «Γενιάς του Τριάντα». Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1915 έως το 1921, με δασκάλους τον Ροϊλό, τον Ιακωβίδη, τον Βικάτο και τον Μαθιόπουλο. Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, συμμετείχε στην ίδρυση του πρωτοποριακού καλλιτεχνικού ομίλου «Ομάς Τέχνη». Στο έργο του συνδυάζει την ελληνική λαϊκή παράδοση με το πνεύμα της βυζαντινής αγιογραφίας

Εκτός από την ζωγραφική, την αγιογραφία και την χαρακτική, ο Αστεριάδης ασχολήθηκε και με την εικονογράφηση βιβλίων, αρχής γενομένης από τα «Παιδικά σχέδια», που εξέδωσε το 1933 με τον συνάδελφό του Σπύρο Βασιλείου. Εικονογράφησε επίσης τα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα για το Γυμνάσιο» (1950), το βιβλίο «Στο Μυστρά των Παλαιολόγων» της Ελένης Βαλαβάνη (εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1971), κ.ά.

2. Αλέξανδρος Δ. Αλεξανδράκης (Αθήνα 1913 - Αθήνα 1968)

Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στο Σπυρίδωνα Βικάτο και τον Ουμβέρτο Αργυρό. Αργότερα, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής κοντά στον Γιάννη Κεφαλληνό. Αποφοίτησε από την σχολή το 1937.
Στον πόλεμο του 1940, υπηρέτησε ως δεκανέας του πυροβολικού και αποτύπωσε τις εντυπώσεις του σε μία σειρά σκίτσων. Περίπου εκατό έργα του από τον πόλεμο δημοσιεύθηκαν επίσης μεταπολεμικά σε ένα λεύκωμα με τίτλο «Έτσι πολεμούσαμε» (1968).

Εικονογράφησε επίσης το Αναγνωστικό της Ε΄ Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1958. Συνεργάστηκε με το Μουσείο Γκουγκενχάιμ και τη Βιβλιοθήκη της Γερουσίας των ΗΠΑ. Ήταν μέλος του Εικαστικού Επιμελητηρίου Ελλάδας.

3. Βασιλείου Σπύρος (Γαλαξίδι 1923 - Αθήνα 1985)

Σπούδασε με υποτροφία στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, από το 1921 έως το 1926 έχοντας ως δασκάλους τους Καλούδη και Λύτρα.
Το 1930 έλαβε το Μπενάκειο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τα σχέδια των τοιχογραφιών του ναού του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου στο Κολωνάκι. Υπήρξε μέλος των καλλιτεχνικών ομάδων «Τέχνη και Στάθμη» και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος. Δίδαξε στην Παπαστράτειο Σχολή και αργότερα στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).

4. Βελισσαρίδης Γιώργος (Τραπεζούντα Μικράς Ασίας 1909-1994)

Ήρθε στην Ελλάδα το 1922 και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1930-1935) σπούδασε ζωγραφική με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη και χαρακτική με τον Γιάννη Κεφαλληνό. Εργάστηκε στο τμήμα σχεδιασμού χαρτονομισμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (1939-1941) και αργότερα δούλεψε για τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, σχεδιάζοντας πολλές μακέτες γραμματοσήμων (1968-1973). Επίσης ασχολήθηκε με την εικονογράφηση βιβλίων και εντύπων. Είναι εμφανείς οι επιρροές που έχει δεχθεί από τον ιμπρεσιονισμό, τον κυβισμό και την αφαίρεση. Ανήκει την πρώτη γενιά δόκιμων χαρακτών που καθιέρωσαν την αυτονομία της χαρακτικής στην Ελλάδα. Ήταν μέλος σημαντικών καλλιτεχνικών ομάδων («Ελεύθεροι Καλλιτέχνες», «Ομάδα Ελλήνων Ζωγράφων και Χαρακτών», «Εργαστήρι», «Xylon» κ.α.) και ιδρυτικό μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος

5. Βυζάντιος  Περικλής (Αθήνα 1893 - 1972)

Φοίτησε στην Σχολή Μακρή και έλαβε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στο εργαστήριο του Ευαγγέλου Ιωαννίδη. Το 1910 μετέβη στο Μόναχο προκειμένου να σπουδάσει νομικά, αλλά γρήγορα τα εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών (?cole des beaux-arts) και στην Ακαδημία Ζουλιάν (Acad?mie Julian) του Παρισιού.

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1916 και άνοιξε δικό του εργαστήριο στην Αθήνα, ενώ την ίδια χρονιά εξέθεσε για πρώτη φορά έργα του σε έκθεση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών. Το 1917 συμμετείχε στην ίδρυση της Ομάδας «Τέχνη», η οποία προήλθε από τη σύγκρουση των νεωτεριστών καλλιτεχνών με τους συναδέλφους τους που παρέμεναν πιστοί στον συντηρητικό ακαδημαϊσμό. Κατά την περίοδο 1921–1922 ακολούθησε τον Ελληνικό Στρατό στην Μικρά Ασία ως πολεμικός ζωγράφος. Το 1922 ήταν ο επίσημος σκιτσογράφος της Δίκης των Έξι και μερικά από τα σκίτσα αυτής της δίκης δημοσιεύθηκαν στον αθηναϊκό Τύπο. Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).

Το 1934 ίδρυσε μαζί με την ζωγράφο Αλέκα Στύλου-Διαμαντοπούλου την πρώτη ελεύθερη σχολή ζωγραφικής, η οποία λειτούργησε με επιτυχία μέχρι την πτώση της Ελλάδας στους Γερμανούς το 1941. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 1940, ο Περικλής Βυζάντιος φιλοτέχνησε την αφίσα του Πολεμικού Λαχείου, το οποίο προοριζόταν για τη συγκέντρωση χρημάτων για τις οικογένειες των στρατιωτών.

6. Γεωργιάδης Ανδρέας

7. Γραμματόπουλος Κώστας (Αθήνα 1916 - Αθήνα 2003)

Το 1934 εγγράφηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήριο του Ουμβέρτου Αργυρού και χαρακτική στο εργαστήριο του Γιάννη Κεφαλληνού (1934-1940). Αποφοιτώντας του απονεμήθηκε η ανωτάτη διάκριση του «Χρυσοβεργείου Βραβείου».

Το 1940 δημιούργησε αρκετές πατριωτικές αφίσες, με θέμα τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Επίσης φιλοτέχνησε διάφορα έντυπα και προπαγανδιστικό υλικό του αντιστασιακού αγώνα. Για αυτήν την δραστηριότητά του συνελήφθη και βασανίστηκε επί γερμανικής κατοχής.

Το 1944 ξεκίνησε η επαγγελματική του δραστηριότητα με την δημιουργία σειράς προσωπογραφιών πολλών μεγάλων Ελλήνων λογοτεχνών για το περιοδικό Νέα Εστία και με την εικονογράφηση πολλών λογοτεχνικών και εκπαιδευτικών βιβλία. Πολύ γνωστά ήταν τα  δύο αλφαβητάρια της πρώτης Δημοτικού (1949 και  1955). Στο Laeken του Βελγίου στη Διεθνή Έκθεση Διδακτικού Βιβλίου, του 1949, του απονεμήθηκε το Πρώτο Βραβείο για το Αλφαβητάριο «Τα καλά παιδιά».

Το 1954, μετά από επιτυχία στο διαγωνισμό του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, συνέχισε τις σπουδές του επί τετραετία στο Παρίσι. Σπούδασε ζωγραφική, χαρακτική, χαλκογραφία και γραφικές τέχνες στις ?cole Sup?rieure des Beaux–Arts, ?cole Estienne και ?cole M?tiers d΄Αrt. Και μετά το Παρίσι η θεματολογία του παρέμεινε ελληνοκεντρική, αλλά το στιλ του εμπλουτίστηκε με στοιχεία της μοντέρνας τέχνης.

Το 1959 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και παρέμεινε στην έδρα της χαρακτικής, διαδεχόμενος τον δάσκαλό του Γιάννη Κεφαλληνό, μέχρι το 1985. Εκτός από χαρακτική δίδαξε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και την «τέχνη του βιβλίου», ιδρύοντας το σχετικό εργαστήριο. Για αρκετά χρόνια υπήρξε  διευθυντής (1973–1975) και πρύτανης (1978-1980) της Σχολής. Μετά την εκλογή του ως καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών ξεκίνησε μια νέα περίοδος στο έργο του, καθώς δημιούργησε έγχρωμα χαρακτικά έργα (ξυλογραφίες) σε  μεγάλες διαστάσεις, με θέματα κυρίως από το Αιγαίο και την Ελληνική Μυθολογία. Η περίοδος αυτή διήρκησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Το 1968 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 34η Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1972 του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο Χαρακτικής στην Μπιενάλε της Φλωρεντίας. Το 1974 φιλοτέχνησε το σημερινό Εθνόσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).

8. Γιώργης Δήμου (Κάιρο, 1911 - Αθήνα, 2006)

Φοίτησε στη Αμπέτειο Σχολή όπου γνώρισε τον Στρατή Τσίρκα με τον οποίο συνδέθηκε με μακροχρόνια φιλία. Το 1925 ήρθε σε πρώτη επαφή με τις κομμουνιστικές ιδέες μέσω του Κύπριου καλλιτέχνη Νίκου Νικολαΐδη. Το 1930 φοίτησε, με υποτροφία του ομογενή μεγαλοεπιχειρηματία Δημήτρη Σπετσερόπουλου,  στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών υπό τις οδηγίες του Κωνσταντίνου Παρθένη και έπειτα στο εργαστήριο του Γιάννη Κεφαλληνού, συνεργαζόμενος ταυτόχρονα με τα περιοδικά: «Πρωτοπόροι», «Νέοι Πρωτοπόροι», «Πρωτοπορία» του Φώτο Γιοφύλλη, «Νέα Εστία». Το 1934 επέστρεψε στην Αίγυπτο και συμμετείχε στη διεθνή «Ειρηνιστική Ένωση». Ταυτόχρονα, αρθρογραφούσε στο αλεξανδρινό περιοδικό «Παναιγύπτια». Το 1939 γνώρισε διώξεις από τη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Στη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στο ΕΑΜ. Χάραξε ένσημα, τη σφραγίδα της ΠΕΕΑ και ανέλαβε την επιμέλεια σειράς εντύπων. Στον Εμφύλιο, επέστρεψε για λίγο στην Αίγυπτο, μέσω Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας, και εντάχθηκε στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Το 1948 κατέφυγε στην Ουγγαρία και έπειτα στη Ρουμανία όπου έζησε μέχρι το 1965, ενώ λίγο αργότερα με ενέργειες του Χρήστου Καπράλου επέστρεψε στην Ελλάδα.

9. Δρόσος Θεόδωρος (1919 - 1996)

Σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. το διάστημα 1938-1942, με δασκάλους τον Δ. Μπισκίνη και τον Ουμβέρτο Αργυρό.

Από το 1943 διατηρούσε ελεύθερο σπουδαστήριο, από το οποίο πέρασαν αρκετοί από τους μετέπειτα γνωστούς καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ελληνική εικαστική πραγματικότητα, όπως οι Νίκος Κεσσανλής, Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, Νίκος Χουλιάρας, Διονύσης και Βασίλης Φωτόπουλος, ο Γιάννης Παρμακέλλης και άλλοι.

10. Κανάς Αντώνης (Σμύρνη 1915 - Αθήνα 1995)

Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ.) της Αθήνας, απ’ όπου αποφοίτησε το 1948, με δασκάλους τον Ουμβέρτο Αργυρό και τον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο, ενώ παρακολούθησε και μαθήματα χαρακτικής κοντά στον Γιάννη Κεφαλληνό.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, οι δε εμπειρίες του από τους αγώνες, τις θυσίες, το θάνατο και την πείνα της κατεχόμενης Ελλάδας αποτυπώθηκαν το 1946 σ’ ένα λεύκωμα με 12 λιθογραφίες, όπου απεικονίζονται με συμβολικό τρόπο τραγικές μορφές και ανείπωτη δυστυχία (π.χ. “Το τραγούδι της πείνας”, 1946). Το Λεύκωμα αυτό βρίσκεται σήμερα στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα.

Ο Κανάς, επηρεασμένος βαθιά από το έργο των Άγγλων θαλασσογράφων, επικέντρωσε τη θεματογραφία του σε θαλασσογραφίες.

Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).

11. Κάνθος Τηλέμαχος (Άλωνα της Πιτσιλιάς,  Κύπρος. 1910 - 1993)

Το 1929 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει αρχιτεκτονική, αλλά σύντομα ακολουθούσε αποκλειστικά τη ζωγραφική και τη χαρακτική. Υπήρξε μαθητής των Σπύρου Βικάτου, Δημήτρη Μπισκίνη, Ουμβέρτου Αργυρού και Γιάννη Κεφαλληνού. Θεωρείται ένας από τους πρωτεργάτες της κυπριακής τέχνης.

Το 1979  βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το "Βραβείο Αλεξάνδρου Διομήδους".

12, Κανέλλης Ορέστης ( Σμύρνη το 1910 - Αθήνα 1979)

Αφού φοίτησε για δύο χρόνια στο τμήμα της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά ακολούθως εγκατέλειψε τις ιατρικές σπουδές και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου σπούδασες στις ελεύθερες Ακαδημίες Μπριανσόν και Γκραντ-Σομιέρ (Academia De La grande Chaumiere). Εκεί συνάντησε τον Γεώργιο Γουναρόπουλο, ο οποίος έγινε δάσκαλός του. Υπήρξε συνιδρυτής των ομάδων «Στάθμη» (μαζί με τον Τάκη Ελευθεριάδη) και «Τέχνη Β». Έγραφε τεχνοκριτικά άρθρα στο περιοδικό «Ζυγός», συμμετέχοντας έτσι στην εικαστική ζωή της Αθήνας. Αναφέρεται ως νεανικός φίλος του Ν. Καββαδία. Εκτός από τη ζωγραφική ασχολήθηκε και με τη λιθογραφία.

13. Κατράκη Βάσω (Αιτωλικό  1914 - 1988)

Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών έχοντας ως καθηγητές τον Κωνσταντίνο Παρθένη στη ζωγραφική και τον Γιάννη Κεφαλληνό στη χαρακτική. Αποφοίτησε το 1940 και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τον Γιώργο Κατράκη.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της εντάχθηκαν στο ΕΑΜ. Το 1945 ξυλογραφίες της συμπεριλήφθηκαν στο λεύκωμα «Θυσιαστήριο της λευτεριάς». Το 1958 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο χαρακτικής στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας καθώς και με το βραβείο premium στην Μπιενάλε του Λουγκάνο. Το 1966 έλαβε το διεθνές βραβείο λιθογραφίας Tamarint στο πλαίσιο της Μπιενάλε της Βενετίας.

Με την επιβολή της Δικτατορίας, συνελήφθη και εξορίστηκε στη Γυάρο, όμως το επόμενο έτος, απελευθερώθηκε μετά από διεθνείς πιέσεις. Το 1976 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο της Intergrafik σε διεθνή έκθεση γραφικών τεχνών στην Ανατολική Γερμανία. Διετέλεσε μέλος του ΕΕΤΕ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Χαρακτών. Απεβίωσε στις 27 Δεκεμβρίου του 1988.

Η Βάσω Κατράκη ως χαράκτρια δημιούργησε σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιώντας ως υλικό τον ψαμμίτη, ένα υλικό που λίγοι χαράκτες έχουν δουλέψει, γεγονός που της προσέδωσε διεθνή φήμη. Η χαρακτική της συνδυάζει την προσήλωσή της στην πραγματικότητα και την έμφαση στα εξπρεσιονιστικά στοιχεία.

14. Κορογιαννάκης Αλέξανδρος(Μέγαρα 1906 - Αθήνα 1966)

Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Μετά την αποφοίτησή του ασχολήθηκε συστηματικά με τη χαρακτική. Από το 1928 έως το 1939 εργάσθηκε ως σκιτσογράφος σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Το 1939 προσελήφθη από την Τράπεζα της Ελλάδος για τη χάραξη ελληνικών τραπεζογραμματίων. Προκειμένου να ειδικευτεί στην χάραξη τραπεζογραμματίων μετέβη στην Βιέννη και παρακολούθησε μαθήματα χαλκογραφίας στην Εθνική Τράπεζα της Αυστρίας. Το 1942 χάραξε τη Νίκη της Σαμοθράκης στο χαρτονόμισμα των 5000 δραχμών.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ασχολήθηκε με τη σχεδίαση γραμματοσήμων και εικονογράφησε πολλά βιβλία. Για το έργο του τιμήθηκε με διάφορα βραβεία (Παρίσι, 1937· α΄ βραβείο Μπιενάλε Αλεξανδρείας, 1955· χάλκινο μετάλλιο στο Παρίσι, 1963, κ.λπ.).

15. Κεραμυδάς Άλκης (Υπάτη Φθιώτιδας, 1905 - 1980)

Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλους τον Γ. Ιακωβίδη, Θ. Θωμόπουλο, Ν. Λύτρα και Κ. Παρθένη.

Τα έργα του διακρίνονται για την εκφραστική τους δύναμη, τις συνθετικές αρετές και το προσωπικό ύφος, αλλά και για την ειλικρίνεια των προθέσεων, τη δροσερότητα και την απλότητα τους.

16. Κεφαλληνός  Γιάννης( Αλεξάνδρεια  1894 - Αθήνα 1957)

Σπούδασε στην Ecole des Beaux Arts, στο Παρίσι. Το 1914, αρνούμενος να συμμετέχει στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, αποσύρθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου σχετίστηκε με λογοτεχνικούς κύκλους και δημοσίευσε μελέτες για την τέχνη. Επέστρεψε στο Παρίσι το 1919 για να ολοκληρώσει τις σπουδές του (Ecole des Beaux Arts, με τον χαράκτη Gabriel Bellot) και έμεινε στη Γαλλία τα επόμενα δέκα χρόνια. Στο μεταξύ, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με πολλούς Έλληνες ποιητές (Σικελιανό, Καβάφη, Βάρναλη, κ.ά.). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 είχε γίνει γνωστός στη Γαλλία για τα χαρακτικά και τις εικονογραφήσεις του. Το ελληνικό κοινό τον γνώρισε από ένα εκτενές άρθρο του Κώστα Βάρναλη στο περιοδικό «Φιλική Εταιρεία», το 1925.

Τα πρώτα του χαρακτικά διακρίνονται για το ρεαλισμό και παράλληλα υπογραμμίζεται η συμβολική διάσταση και η δραματικότητα των παραστάσεων. Το 193 εκλέχθηκε στη νεοσύστατη έδρα Χαρακτικής της ΑΣΚΤ Αθηνών, όπου οργάνωσε υποδειγματικά το Εργαστήριό του. Εκεί δημιουργήθηκαν οι γνωστές πατριωτικές αφίσες, με την κήρυξη του Πολέμου του ’40. Το 1942, οι ιταλικές αρχές τον συνέλαβαν μαζί με τρεις μαθητές του, για «ηττοπάθεια και κομμουνιστική δράση» εξαιτίας έργων τους με θέμα το λιμό της Αθήνας. Από το 1954 ως τον θάνατό του ήταν διευθυντής της ΑΣΚΤ. Αφοσιώθηκε με πάθος στη διάδοση της χαρακτικής και της τέχνης του βιβλίου στην Ελλάδα και δίδαξε τους σημαντικότερους Έλληνες χαράκτες (και ζωγράφους) της μεταπολεμικής εποχής.

Κέρδισε δύο φορές το πρώτο βραβείο της Εταιρείας Φιλοτέχνων (1939, 1946). Σχεδίασε επίσης γραμματόσημα για τα ΕΛΤΑ (1950-54), μερικά από τα οποία διακρίθηκαν διεθνώς.

17. Κινδύνη - Μαυρουδή  Άννα (Φώκαια, Σμύρνη 1914 - Αθήνα 2003)

Σπούδασε στη Μυτιλήνη, και κατά τη διάρκεια της κατοχής αγωνίστηκε στην Εθνική Αντίσταση. Το 1945 φυγαδεύτηκε μαζί με άλλα μέλη του ΕΑΜ και το σύζυγό της, Μανόλη Κινδύνη στη Γαλλία. Εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι, όπου η Άννα έκανε σπουδές, το διάστημα 1945-1992.  Τα πιο πολλά από τα έργα της δωρίθηκαν στο Μουσείο Μπενάκη από την ανιψιά της, Μαργαρίτα Παπαδημητρίου-Boulenger, το 2006. Στα έργα της κυρίαρχη θέση κατέχουν οι πονεμένες μητέρες και τα φοβισμένα παιδιά

18. Κοντόπουλος Αλέκος ( Λαμία 1904 - Αθήνα 1975)

Το 1921 σπούδασε αγιογραφία για δύο χρόνια  στο εργαστήρι του Γ. Σαραφιανού. Το 1923 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ύστερα από εξετάσεις έγινε δεκτός στο τρίτο έτος της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου είχε καθηγητές του τους Γεώργιο Ιακωβίδη, Νικόλαο Λύτρα και Δημήτριο Γερανιώτη. Τον Ιούνιο του 1930 και έως το 1933 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Ακαδημίες Κολαρόσι και Γκραν Σωμιέρ. Μελέτησε τους μεγάλους ζωγράφους της Αναγέννησης στο Μουσείο του Λούβρου και τη Φλαμανδική τέχνη σε ταξίδι του στο Βέλγιο, κάνοντας παράλληλα αντίγραφα διαφόρων έργων τέχνης. Μετείχε και στην Έκθεση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών στο Ζάππειο, ένα είδος πανελλήνιας έκθεσης. Το 1934 έγινε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες» και πήρε μέρος στις τρεις  εκθέσεις που οργάνωσε η καλλιτεχνική ομάδα έως το 1938.

Το 1936 ξαναγύρισε στο Παρίσι, παρακολούθησε μαθήματα στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών. Μελέτησε στα διάφορα σουσεία  το έργο μεγάλων Γάλλων ζωγράφων, κυρίως Εμπρεσιονιστών, όπως του Σεζάν, Ρενουάρ, Μπρακ, καθώς και  Βαν Γκογκ και Μπονάρ.  Με την κήρυξη του πολέμου επέστρεψε στην Ελλάδα και στρατεύθηκε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Το 1941 διορίστηκε μουσειακός καλλιτέχνης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου εργάστηκε επί σειρά ετών. 

Στη διάρκεια  της Κατοχής συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, αγωνιζόμενος μέσα από την τέχνη του. Επεξεργάστηκε μία σειρά σχεδίων με θέμα την οδύνη, τη δυστυχία και την πείνα στα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής. Άλλα σχέδια με τίτλο «Αντίσταση στην πόλη των Αθηνών», δυστυχώς χάθηκαν στα Δεκεμβριανά. Το 1944 έγινε μέλος της επιτροπής για την οργάνωση του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, του οποίου διατέλεσε αντιπρόεδρος τα χρόνια 1948-1949. Το 1949 ίδρυσε την καλλιτεχνική ομάδα με την επωνυμία «Οι Ακραίοι» και ως θεωρητικός της ομάδας εξέδωσε το μανιφέστο της στο περιοδικό «ο Αιώνας μας» το Νοέμβριο του 1949. Μαζί με τον Αλέκο Κοντόπουλο εισήγαγε την  Αφηρημένη Τέχνη στην Ελλάδα και επηρέασε αποφασιστικά όλες τις μεταπολεμικές γενιές εικαστικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα.

19. Μαγγιώρου Λουκία  ( Αθήνα 1914 - Αθήνα2008)

Σπούδασε στην ΑΣΚΤ (1934-1939) ζωγραφική και χαρακτική με δασκάλους τους Κ. Παρθένη και Γ. Κεφαλληνό. Στη συνέχεια σπούδασε στο εργαστήριο χαλκογραφίας της Ecole des Beaux Arts (1939-1940) του Παρισιού. Απέδιδε τις μορφές της ρεαλιστικά. Ήταν ιδρυτικό μέλος του ΕΕΤΕ, της ομάδας «Στάθμη» και της εταιρείας Εικαστικών Τεχνών «Α.Τάσσος» της οποίας διετέλεσε πρόεδρος.

20. Μαλάμος Κώστας (Αλεξάνδρεια, 1913 - Αθήνα 2007)

Το 1931 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε με υποτροφία στην ΑΣΚΤ (1932-1937), έχοντας ως δασκάλους τον Αργυρό, τον Μαθιόπουλο και τον Παρθένη. Το 1938 διορίστηκε στο καλλιτεχνικό τμήμα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, απολύθηκε όμως κατά το πρώτο διάστημα της Κατοχής. Το 1962 δίδαξε στη Σχολή Βακαλό. Συνέβαλε ιδιαίτερα στη συγκρότηση της Δημοτικής Πινακοθήκης Ιωαννίνων ενώ διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων και πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής της Εθνικής Πινακοθήκης. Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ). Μέσω δικών του ενεργειών δημιουργήθηκε στη Ζίτσα, η Πινακοθήκη Χαρακτικής.

21. Μακρής Μέμος (Πάτρα 1913 - Αθήνα 1993)

Γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Πάτρα. Το 1919 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα με δασκάλους τους Μιχάλη Τόμπρο, Επαμ. Θωμόπουλο και Κ. Δημητριάδη. Αναμίχθηκε γρήγορα στην καλλιτεχνική και πολιτιστική ζωή της δεκαετίας του '30.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Μακρής διακρίθηκε για την έντονη δράση στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Απελάθηκε από τη Γαλλία, το 1950, λόγω των αριστερών πολιτικών πεποιθήσεών του και βρήκε πολιτικό άσυλο στην Ουγγαρία. Στην Ουγγαρία δραστηριοποιήθηκε ενεργά στην καλλιτεχνική, πολιτική και πολιτιστική κίνηση της χώρας, όπου καθιερώθηκε ως ένας από τους γλύπτες που εξέφραζαν την επίσημη αισθητική του κράτους με συνθέσεις μέσα στο πνεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Το 1964 του αφαιρέθηκε η ελληνική υπηκοότητα, την οποία επανέκτησε το 1975 μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).

22. Μάρθας Τάκης (Παναγιώτης) (Λαύριο 1905 - 1965)

Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Ε.Μ.Π. Στα χρόνια των σπουδών του (1924-1929) δίδαξε σχέδιο στη Βιοτεχνική Σχολή Αθηνών με καθηγητές το Νικόλαο Ασπρογέρακα και το Μιχάλη Τόμπρο. Το 1930 δίδαξε ως επιμελητής στην έδρα Παραστατικής-Προβολικής Γεωμετρίας και Προοπτικής Σκιαγραφίας στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π. Το 1945 δίδαξε  Αρχιτεκτονικό Σχέδιο με την ιδιότητα του εντεταλμένου Καθηγητή. Το 1960 εκλέχθηκε  Καθηγητής Ελεύθερου Σχεδίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π. μέχρι το θάνατό του. Δίδαξε επίσης στη Σχολή Ευελπίδων και συνεργάσθηκε ως αρχιτέκτονας με το Υπουργείο Υγιεινής (1937-1939).

Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής προσχώρησε στην αντίσταση  και δημιούργησε μια σειρά ζωγραφικών και χαρακτικών έργων με θέμα τη σκλαβιά, την πείνα, τις εκτελέσεις. Ύστερα από το 1950 προσχώρησε στην «αφαίρεση»  όπου και αναγνωρίστηκε για την επιλογή και τη χρήση των υλικών.

To 1959 του απονεμήθηκε το «Δίπλωμα Τιμής» της L’Art Libre Conf?d?ration Fran?aise (Paris).

23. Παπαδημητρίου Ευθύμιος ή Ευθύμης (Αθήνα, 1895 - Αθήνα, 1958)

Σπούδασε αρχικά Φυσικές Επιστήμες, ενώ παράλληλα ασχολούνταν με τις εικαστικές τέχνες κοντά στους ζωγράφους Ε. Κοντιάδη και Β. Χατζή. Από το 1922 έως το 1929 έζησε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα ξυλογραφίας Ταξίδεψε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και  αυτή την περίοδο δημιούργησε πολλές ξυλογραφίες.

Ήταν ένας από τους πρώτους στην ιστορία της ελληνικής χαρακτικής, μαζί με τον ομότεχνο του Νίκο Βεντούρα, που στα χρόνια 1947–1957 δημιούργησε χαρακτικά σε κυβιστικό και αφαιρετικό ύφος.

Το 1958 διορίσθηκε καθηγητής της Χαρακτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

24. Παπαχαραλάμπους Θεοδόσης

25. Πλακωτάρης Κώστας (Κωνσταντινούπολη 1902 - Αθήνα 1969)

Φοίτησε  στη Ροβέρτειο Σχολή στην Κωνσταντινούπολη κοντά στον Κ. Ι. Κώτη. Το 1922 αναχώρησε για σπουδές στη Γερμανία και γράφηκε στα εργαστήρια ζωγραφικής και χαρακτικής της Reihmann Kunstschule στο Βερολίνο, με δάσκαλο το νεωτεριστή ζωγράφο, μέλους της «November Gruppe», Moritz Melzer. Σπούδασε επίσης πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1925, αφού προηγουμένως, μέσα στο 1924, πέρασε για δέκα μήνες από το Παρίσι.
Από το 1930 άρχισε να διδάσκει τεχνικά σε διάφορες Σχολές στην Ελλάδα. Εργάστηκε ακόμη ως καλλιτεχνικός συντάκτης του εικονογραφημένου περιοδικού «Αγροτικόν Μέλλον» (1937-1941). Την ίδια περίοδο (1937-1940) υπήρξε μέλος της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι» και από το 1945 ως το 1947 γενικός γραμματέας του ΚΕΕ (ΕΕΤΕ) . Στα χρόνια της κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ.

Απέσπασε το Αργυρό Μετάλλιο στο Salon International de l’Art Libre του Παρισιού. το 1967.

26. Πολυκανδριώτης Αντώνης (Μύκονο το 1904-Αθήνα 1990)

Το 1920 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών όπου λόγω του εξαιρετικού ταλέντου του τον ενέγραψαν κατευθείαν στο 2ο έτος. Καθηγητές του, ο Βικάτος, Γερανιώτης, Ροϊλός, Λύτρας. Αποφοίτησε από το εργαστήρι του Νικολάου Λύτρα. Στη Σχολή Καλών Τεχνών γνωρίστηκε με τον Σπύρο Βασιλείου, τον Φαληρέα, τον Παπαχριστόπουλο, τον Βασιλικιώτη, τον Ρέγκο και τον Ηλιάδη, καθώς επίσης  με τον Σπύρο Παπαλουκά ο οποίος τον μύησε στην σχολή των Ιμπρεσιονιστών. Το1924 πρωτοεμφανίστηκε (φοιτητής όντας) στην περίφημη έκθεση των τεσσάρων Βασιλείου, Κόκκινος, Πολυκανδριώτης, Ρέγκος. Μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή, το 1926, ο Πολύκλειτος Ρέγκος τον προέτρεψε να εργαστούν από κοινού για την διακόσμηση του Μητροπολιτικού Ναού της Άμφισσας.

Το 1928 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου φοίτησε στην Ακαδημίες Grand Chommier, Colarossi, Scandinave και στο εργαστήρι του χαράκτη Δημήτρη Γαλάνη όπου μυήθηκε στη χαρακτική. Το 1932 επέστρεψε στην Ελλάδα και το1935 διορίστηκε καθηγητής τεχνικών Μέσης Εκπαίδευσης.

Τα χρόνια της Κατοχής πέρασαν μέσα από την παλέτα του και μεταμορφώθηκαν σε μια σειρά πινάκων με τέμπερες, ακουαρέλες και κάποια λάδια.

27. Σεμερτζίδης Βάλιας ( Κρασνοντάρ του Καυκάσου 1911- Αθήνα 1983) 

Το 1924 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έμεινε στη Δραπετσώνα μέχρι το 1941. Το 1928 εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών , στο εργαστήριο του Κ. Παρθένη. Επαγγελματικά πρωτοεμφανίζεται το 1935, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και την επόμενη χρονιά γίνεται μέλος της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες». Από το 1937 έως το 1940, παρουσίασε έργα του σε σημαντικές εικαστικές διοργανώσεις (Πανελλήνιες 1938, 1940 κλπ.).

Μετείχε από την πρώτη κιόλας στιγμή στην Εθνική Αντίσταση. Ζωγράφισε μια σειρά συνθέσεων με θέμα την πείνα και τον αγώνα του λαού της Αθήνας. Τα έργα, «Στη σειρά για συσσίτιο», «Όρθιος», «Κοιτάζοντας μπροστά», «Σαλταδόρος», «Παιδιά της πείνας», είναι μερικές από τις δημιουργίες του αυτήν την περίοδο.

Στις αρχές του 1944, ο Β. Σεμερτζίδης, μαζί με το μεγάλο φωτογράφο Σπύρο Μελετζή, ανεβαίνει στη Βίνιανη Ευρυτανίας και αργότερα στ’ Αγραφα. Εκεί δημιούργησε μία σειρά θεμάτων, όπως «Συνεδρίαση αυτοδιοίκησης στ’ Αγραφα»», «Λαϊκό δικαστήριο», «Αντάρτης», «Εκτέλεση 1η Μάη 1944», «Μπροστά στο θάνατο» και «Θέατρο στο βουνό».

28. Σικελιώτης Γιώργος ( Σμύρνη 1917 - Αθήνα 1984)

Ζωγράφος και  χαράκτης της «γενιάς του ’30».
Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, από το 1935 έως το 1940, όπου είχε καθηγητές τον Κωνσταντίνο Παρθένη και τον Σπυρίδωνα Βικάτο. Το 1940 πήρε μέρος στο Αλβανικό Μέτωπο. Στην περίοδο της Κατοχής δημιούργησε έργα στα οποία αποτυπώθηκε ο αγώνας και τα πάθη του ελληνικού λαού. Το 1949 έγινε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», η οποία ανέπτυξε πλούσια εικαστική δραστηριότητα. Συμμετείχε στην  καλλιτεχνική ομάδα «Στάθμη». Το 1960 η Ελληνική Επιτροπή της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης τον εξέλεξε ως υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο του Μουσείου Guggenheim της Νέας Υόρκης, για το έργο του "Κορίτσια με Περιστέρια".

Ο Σικελιώτης έζησε και εργάστηκε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Αγγλία και στη Γαλλία. Στην Αγγλία, ζωγράφισε κυρίως το βιομηχανικό τοπίο της κεντρικής Αγγλίας, καθώς επίσης χωριά και τοπία της Ουαλίας.

29. Στεφανίδης Γιάννης  (Φεργκανά  του Ουζμπεκιστάν 1919-2010)

Το 1925 εγκαταστάθηκε  στην Αθήνα. Κατόπιν φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τους Μπισκίνη, Αργυρό, Παρθένη και στα θεωρητικά τους Παπαντωνίου και Πρεβελάκη. Στην Κατοχή εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Τραυματίστηκε στη διαδήλωση για την επιστράτευση, στις 5 Μάρτη 1943, και για  αρκετό καιρό έμεινε κλεισμένος στο εργαστήριό του, ασχολούμενος αποκλειστικά με την καλλιτεχνική δουλειά της Οργάνωσης. Το 1948 εξορίστηκε στο Κοντοπούλι της Λήμνου. Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα με κλονισμένη υγεία.

Tιμήθηκε με διάκριση εικονογράφησης (Mencione) από την πανευρωπαϊκή οργάνωση Pier Paolo Vergerio για το βιβλίο του «Αργοναύτες» της σειράς «Ελληνική Μυθολογία», στην Πάδοβα της Ιταλίας, το 1989, με Α΄ βραβείο Εικονογράφησης του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (IBBY) για τα χαρακτικά του μυθιστορήματός του «Πέτρα κυλισάμενη», το 1999, με διάκριση στη Μπιενάλε χαρακτικής Qingdao, Κίνα, το 2000, και με Α΄ Βραβείο διηγήματος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, το 2003.

30. Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος) (Λευκοχώρα Μεσσηνίας, 1914 – Αθήνα, 1985)

Σε παιδική μόλις ηλικία παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Γιώργο Κωτσάκη. Το 1930, σε ηλικία δεκαέξι ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής στα εργαστήρια του Θωμά Θωμόπουλου, του Ουμβέρτου Αργυρού και του Κωνσταντίνου Παρθένη.

Από το 1933 και μέχρι την αποφοίτησή του από την Σχολή το 1939, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήριο του Γιάννη Κεφαλληνού. Πιθανολογείται ότι καθοριστικό ρόλο στην αφοσίωσή του στην χαρακτική έπαιξε και η γνωριμία του με τον Δημήτρη Γαλάνη, άλλο μεγάλο Έλληνα χαράκτη της εποχής του Μεσοπολέμου, μέσω του οποίου γνώρισε και τη γαλλική χαρακτική. Πραγματοποίησε σπουδές στο Παρίσι, την Ρώμη και την Φλωρεντία. Πάντως, το ταλέντο του στην χαρακτική αναγνωρίστηκε πολύ γρήγορα. Στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του 1938 έλαβε το Βραβείο Χαρακτικής και δύο χρόνια αργότερα, το 1940, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χαρακτικής. Από το 1939 φιλοτεχνούσε εξώφυλλα και κοσμήματα για το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία».

Από το 1930 είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ, αρχικά στην νεολαία του κόμματος (ΟΚΝΕ) και αργότερα ως πλήρες μέλος. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940, ο Τάσσος και πολλοί άλλοι μαθητές του Κεφαλληνού, φιλοτέχνησαν προπαγανδιστικές αφίσες για την εμψύχωση του ελληνικού λαού. Στα χρόνια της Κατοχής, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών και συνέχισε την, παράνομη πλέον, δημιουργία προπαγανδιστικού υλικού κατά των κατακτητών.

Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση στον εκδοτικό οίκο «Τα Νέα Βιβλία» που είχε ιδρύσει το ΚΚΕ το 1945 και ο οποίος έκλεισε το 1948. Το 1948 άρχισε να συνεργάζεται με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ, μετέπειτα Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, ΟΕΔΒ). Καρπός της συνεργασίας του με τον ΟΕΣΒ, υπήρξε η εικονογράφηση πολλών βιβλίων για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, με πρώτο το Αναγνωστικόν Έκτης Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1949.

Το 1948 έγινε καλλιτεχνικός σύμβουλος του λιθογραφείου «Ασπιώτη–Έλκα», και από το 1954 έως το 1967 φιλοτέχνησε γραμματόσημα για λογαριασμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων, αρχικά με την τεχνική της έγχρωμης ξυλογραφίας και κατόπιν με τη μέθοδο offset. Επίσης, από το 1962 έως τον θάνατό του, σχεδίαζε γραμματόσημα και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε την διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδαξε μέχρι το 1967.

Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», η οποία τον τίμησε με αναδρομική έκθεση των έργων του στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Την ίδια εποχή παρουσίασε έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας (1952) και του Λουγκάνο (1953).

Στην περίοδο της Δικτατορίας έζησε αυτοεξόριστος  Το 1977, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης.

Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, δημιουργήθηκε η Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», με σκοπό την διάδοση του έργου του και την υποστήριξη της ελληνικής χαρακτικής. Από το 1991 και κάθε τρία χρόνια, η Εταιρεία αυτή πραγματοποιεί συλλογικές εκθέσεις νέων Ελλήνων χαρακτών σε διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας.

31. Γιώργος Φαρσακίδης ( Οδησσός της Σοβιετικής Ενωσης 1926)

Εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ σε ηλικία δεκαοχτώ χρόνων. Τραυματίστηκε δύο φορές σε μάχες με Γερμανούς και Βούλγαρους και έμεινε ανάπηρος στα δύο του χέρια. Φυλακίστηκε για περισσότερα από δεκαέξι χρόνια σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως της Μακρονήσου, του Αϊ - Στράτη, της Γυάρου και της Λέρου  .

Ήταν αυτοδίδακτος ζωγράφος και τα έργα του είχαν ως θέμα του τη ζωή των συγκρατούμενων συναγωνιστών. Μετά την πτώση της χούντας, ο Γ. Φαρσακίδης δημοσίευσε εργασίες του σε διάφορες εφημερίδες. Εξέδωσε 17 βιβλία. Τιμήθηκε με το Ανώτατο Χρυσό Μετάλλιο της Σοβιετικής Επιτροπής Ειρήνης.

32. Φέρτης Ν. Ηλίας   (Λαμία 1906- Αθήνα 1987)

Γλύπτης και ζωγράφος, μαθητής του  Νίκο Λύτρα και τον Κωνσταντίνο Παρθένη και τελικά έγινε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση και υπήρξε προσωπικός φίλος του Άρη Βελουχιώτη.

Ως ζωγράφος δημιούργησε τα πορτρέτα όλων των πρωταγωνιστών του «Βουνού». Το εικαστικό έργο του έγινε δέκτης πολλών διακρίσεων, όπως το Δίπλωμα Τιμής της Έκθεσης Κεραμικής στις Κάνες, ενώ και το βιβλίο του «Συνομιλία με την Ειρηνέλα» τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών.