Στρατόπεδο Λάρισας 1941-1944

Μνημείο του στρατοπέδου Λάρισας

Δρ. Νίκος Τζαφλέρης

Εισαγωγή

Το στρατόπεδο Λαρίσης στη Θεσσαλία δημιουργήθηκε από τους Ιταλούς τον Αύγουστο του 1941, λίγο διάστημα μετά την εγκατάσταση των στρατιωτικών τους δυνάμεων στην λεγόμενη ιταλική ζώνη κατοχής στην Ελλάδα. Το στρατόπεδο βρισκόταν περίπου 4,5 χιλιόμετρα έξω από τη Λάρισα προς την κατεύθυνση του Ελευθέριου και της Αγυιάς στους πρώην στρατώνες του ελληνικού αντιαεροπορικού πυροβολικού, σε απόσταση μόλις ενός χιλιομέτρου από το αεροδρόμιο της Λάρισας. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και σημαντικότερο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην ιταλική ζώνη κατοχής, όπου κλείστηκαν κρατούμενοι όχι μόνο από την περιοχή της Θεσσαλίας και της κεντρικής Ελλάδας, αλλά και από όλη την ιταλική ζώνη κατοχής.

 

Τοποθεσία και οργάνωση του στρατοπέδου

Στις 16 Ιουνίου 1943 οι σύμμαχοι τράβηξαν αεροφωτογραφίες από την περιοχή του αεροδρομίου και στο από 17 June 1943 Photographic Interpretation Report No. 3033 (Secret American Confidential) αναφέρεται
“[…] on the North side of the Larissa – El[e]vtherion road there is a group of seven large huts surrounded by a wall and by a system of wire. The fact that these buildings have no direct access to the aerodrome and are equipped with four small lookout towers, suggests they are some form of detention barracks.”[1].
Στις 14 Σεπτέμβρη 1941 όταν ξημερώνει η πρώτη μέρα για τον Στούρνα στο στρατόπεδο η περιγραφή που δίνει ταιριάζει στην παραπάνω (Στούρνας 1974: 33-37). Στις 15-20 Μάη 1942 ο κρατούμενος Ν. Ραμαντάνης αντικρίζει επίσης τις 4 σκοπιές στις γωνίες και μια τάφρο με διπλά και τριπλά συρματοπλέγματα (εφημ. Έθνος 5/07/1945 στο Φλούντζης 1977: 92). Πιο αναλυτική περιγραφή της τοποθεσίας και της τελικής διαρρύθμισης του στρατοπέδου με σχετικό σχεδιάγραμμα (όπου αναφέρονται 12 σκοπιές, ύψους πέντε περίπου μέτρων μία σε κάθε γωνιά και από δύο επιπλέον στα ενδιάμεσα κάθε πλευράς, 5 σειρές στην αρχή απλό και μετά τις αποδράσεις των Κρητών και Βρετανών πυκνό στρογγυλό αγκαθωτό συρματόπλεγμα και τάφρο και  αναλυτικά τα κτήρια του στρατοπέδου και η χρήση τους) υπάρχει στο Φλούντζης 1977: 45-49. Ωστόσο ο Φλούντζης επισημαίνει ότι τον Αύγουστο του 1941, η κατάσταση του στρατοπέδου ήταν πολύ διαφορετική, πολλά κτίρια δεν υπήρχαν και άλλα είχαν γκρεμιστεί από τον ισχυρό σεισμό που είχε πλήξει σοβαρά τη Λάρισα στις 1 Μαρτίου 1941 και τους βομβαρδισμούς. Ενώ η εγκατάλειψή του το πρώτο διάστημα της Κατοχής και η αφαίρεση κουφωμάτων και άλλων υλικών από τους κατοίκους των γύρω περιοχών είχε μεταμορφώσει σχεδόν σε ερείπιο το όλο συγκρότημα. Οι παρεμβάσεις των Ιταλών επικεντρώθηκαν περισσότερο στο να διαμορφώσουν σχετικά πρόχειρα το χώρο για την κράτηση των Κρητών αιχμαλώτων, αλλά η κατάσταση του στρατοπέδου άφησε τους κρατουμένους εκτεθειμένους στον σκληρό και ιδιαίτερα κρύο χειμώνα του 1941 -2, οπότε και αποδεκατίστηκαν (Φλούντζης 1977: 47-49).      

 

Η ιταλική φρουρά

Το στρατόπεδο αρχικά υπαγόταν στον ιταλικό στρατό με φρουρά που αποτελούνταν από 100-120 στρατιωτικούς. Οι καραμπινιέροι  συνόδευαν τους κρατουμένους μόνο στις μεταγωγές και δεν έπαιρναν μέρος στη διοίκηση του στρατοπέδου. Στη διοίκηση και τον έλεγχο του στρατοπέδου οι καραμπινιέροι συμμετείχαν από το τέλος Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου 1943, οπότε και εγκαταστάθηκε τμήμα Ασφαλείας της Καραμπινιερίας και διοικητής του στρατοπέδου ανέλαβε ο Γκριξόνι.

 

Η σύνθεση του στρατοπέδου

Σχετικά με τη σύνθεση των κρατουμένων υπήρχε μεγάλη ρευστότητα και κινητικότητα σε όλη τη διάρκεια της ιταλικής διοίκησης, καθώς το στρατόπεδο ακολουθούσε τις εναλλαγές και τις διαφορετικές συνθήκες που διαμορφώνονταν κατά την τόσο ανομοιογενή περίοδο της κατοχής του Άξονα στην Ελλάδα και τις εξελίξεις και μεταλλάξεις στην πολιτική που ακολουθούσαν οι αρχές κατοχής απέναντι στον ελληνικό πληθυσμό.

Οι πρώτοι έγκλειστοι στο στρατόπεδο αυτό ήταν οι περίπου 1100-1300 Κρήτες στρατιώτες του διαλυθέντος, μετά τη συνθηκολόγηση, ελληνικού στρατού, οι οποίοι ελλείψει πλωτών μεταφορικών μέσων δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους και έπειτα από μια περίοδο που παρέμειναν στην Αθήνα πενόμενοι και στη βορά της ψείρας, τελικά με μια επιχείρηση των ιταλικών αρχών συνελήφθηκαν τον Ιούλιο του 1941 και μεταφέρθηκαν στην Λάρισα για να αποτελέσουν τους πρώτους κρατουμένους του στρατοπέδου. Αναφέρεται ότι περίπου 350 από τους κρατουμένους κατάφεραν να διαφύγουν κατά το πρώτο διάστημα της κράτησης (πρώτες μέρες), εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη οργάνωσης. Παράλληλα εκεί συγκεντρώθηκαν αιχμάλωτοι του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος, οι οποίοι δεν είχαν κατορθώσει να εκκενωθούν με την υποχώρηση των Βρετανών μετά την κατάρρευση του μετώπου τον Απρίλη και Μάη του 1941.

Από την άνοιξη του 1942 άρχισαν να έρχονται στο στρατόπεδο κυρίως κατάδικοι των ιταλικών στρατοδικείων. Οι ανταλλαγές με τις διάφορες φυλακές της χώρας και ιδιαίτερα τις φυλακές Αβέρωφ της Αθήνας ήταν συνεχείς. Κρατούμενοι στέλνονταν στου Αβέρωφ ως υπόδικοι για να δικαστούν από τα ιταλικά στρατοδικεία της Αθήνας και κατάδικοι στέλνονταν από του Αβέρωφ στη Λάρισα. Μόνο στο διάστημα μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου 1942 στάλθηκαν στο στρατόπεδο Λάρισας από τις φυλακές Αβέρωφ της Αθήνας περίπου 800 κατάδικοι των ιταλικών στρατοδικείων.

Από τα τέλη του 1942 και κυρίως τις αρχές του 1943 και μετά, όταν οι συγκρούσεις των Ιταλών με το αντάρτικο κίνημα φούντωνε σε όλη την ιταλοκρατούμενη ζώνη κατοχής, οι Ιταλοί συλλάμβαναν αντιστασιακούς (ανάμεσά τους και αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, κληρικούς, διανοούμενους), αλλά και απλούς πολίτες ως κατηγορούμενους ότι βοηθούσαν τους αντάρτες και τότε το στρατοπεδικό σύστημα των Ιταλών διογκώθηκε με καινούργια στρατόπεδα που δημιουργήθηκαν στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα. Έτσι και το στρατόπεδο Λαρίσσης γέμιζε πλέον με κατοίκους της κεντρικής Ελλάδας, κυρίως αγρότες της υπαίθρου.

Στις αρχές του 1943 στο στρατόπεδο οι Ιταλοί έφεραν σταδιακά τους 300 κομμουνιστές κρατούμενους στο στρατόπεδο της Ακροναυπλίας το οποίο και διέλυσαν. Αυτοί θεωρούνταν ως «επικίνδυνοι κομμουνιστές» και αρχικά με την έλευση της πρώτης μικρής φουρνιάς από αυτούς, έγινε προσπάθεια από τους Ιταλούς να τους κρατήσουν μακριά από τους υπόλοιπους κρατουμένους (με περίφραξη του χώρου κράτησής τους, με ξεχωριστό συσσίτιο και αυστηρές εντολές στους υπόλοιπους κρατουμένους να μην τους πλησιάζουν). Σταδιακά οι περιορισμοί αυτοί έγιναν πιο ελαστικοί και οι κομμουνιστές κρατούμενοι ενσωματώθηκαν τελικά με τους υπόλοιπους.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να υπολογίσουμε τον αριθμό των κρατουμένων που πέρασαν από το στρατόπεδο Λαρίσης, όχι μόνο εξαιτίας των ελλειπών στοιχείων, αλλά κυρίως λόγω της συνεχούς κινητικότητας του στρατοπέδου το οποίο τροφοδοτούσε τα εκτελεστικά αποσπάσματα, είχε συνεχείς ανταλλαγές με άλλα στρατόπεδα και φυλακές, λειτούργησε και ως transit camp για τη μεταφορά αιχμαλώτων στην Ιταλία, αλλά και αποσυμφοριζόταν με κάποιες απονομές χάριτος, για να ξαναγεμίζει και πάλι αμέσως με νέες φουρνιές δυστυχισμένων ανθρώπων. Ωστόσο δεν πρέπει να είναι υπερβολική η αναφορά σε σχετική με το στρατόπεδο μεταπολεμική έκθεση «Πεπραγμένων» του ΕΕΣ τμήματος Λάρισας που μιλά για περισσότερους από 30.000 κρατουμένους, οίτινες παρέμενον […] άλλοι επ’ ολίγον, άλλοι δε επ’ αρκετόν χρονικόν διάστημα», καθώς «κατά την περίοδον της Ιταλικής κατοχής είχε καταστή το μεγαλύτερον ίσως στρατόπεδον συγκεντρώσεως των κρατουμένων εν Ελλάδι από απόψεως κινήσεως.» 

Σε μια μεταπολεμική λίστα το 1946 του ΕΕΣ (γραφείου αιχμαλώτων, τμήμα Λαρίσσης), υπάρχει μια «Ονομαστική κατάσταση κρατηθέντων στο Στρατόπεδο Συγκεντώσεως Λαρίσσης υπό των Ιταλικών Αρχών Κατοχής», όπου αναφέρονται 1166 ονόματα, ανάμεσά τους είναι και 310 ονόματα του παραπάνω βιβλίου της αδελφής Ελένης Καπάρη, με τα 1115 ονόματα κρατουμένων. Ενώ και σε μια λίστα του ΔΕΣ με αριθμούς κρατουμένων στις φυλακές και τα στρατόπεδα της Ελλάδας, για το στρατόπεδο της Λάρισας αναφέρονται 933 άτομα. Οι παραπάνω αριθμοί δείχνουν μάλλον την δυναμικότητα (χωρητικότητα) του στρατοπέδου και προφανώς όχι το σύνολο όσων πέρασαν από αυτό.

Εκατοντάδες καθημερινοί άνθρωποι όλων των κοινωνικών και επαγγελματικών κατηγοριών, όλων των ηλικιακών ομάδων (επιστήμονες, διανοούμενοι, χειρώνακτες, επαγγελματίες, κρατικοί λειτουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι, αγρότες, κληρικοί, δάσκαλοι, μαθητές, γέροντες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γονείς με τα παιδιά τους και συγγενείς μεταξύ τους)  που συλλαμβάνονταν στην ύπαιθρο σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, ως αντίποινα στη δράση του αντάρτικου και χρησίμευαν ως όμηροι. Οι έγκλειστοι του στρατοπέδου Λαρίσης κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1943 προέρχονταν κυρίως από τον αγροτικό πληθυσμό του Θεσσαλικού κάμπου, από άμαχο αθώο πληθυσμό, με πολλούς ηλικιωμένους, γυναίκες και μικρά παιδιά. Οι άνθρωποι αυτοί δεν βρίσκονταν εκεί επειδή είχαν διαπράξει κάποιο αδίκημα, αλλά ήταν αθώα θύματα που κυρίως συλλαμβάνονταν αδιακρίτως από τον πληθυσμό της περιοχής όπου είχε συμβεί κάποια σύγκρουση των Ιταλών με τον ΕΛΑΣ, με ή χωρίς θύματα Ιταλών, κάποιο σαμποτάζ ή άλλη αντιστασιακή ενέργεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε βιβλίο όπου καταχωρούνταν από την αδερφή Ελένη Καπάρη, ονόματα κρατουμένων για την παραλαβή εφοδίων από τον ΕΣ, στο διάστημα 17/01/1943 – 18/08/1943 υπογράφουν 1394 άτομα (1115 μοναδικά ονόματα), εκ των οποίων 78 γυναίκες και 30 παιδιά. Ανάμεσά τους υπάρχουν επίσης και 16 αιχμάλωτοι στρατιώτες του Βρετανικού στρατού.[2]

 

Οι συνθήκες κράτησης στο στρατόπεδο

Όπως και σε άλλα στρατόπεδα των χωρών της ιταλικής κατοχής η παντελής εγκατάλειψη και οι άθλιες συνθήκες κράτησης των κρατουμένων οδήγησε γρήγορα στην επιδείνωση της κατάστασής τους και σε συνεχείς θανάτους από πείνα και ασθένειες. Ακόμη και η δίψα θέριζε το στρατόπεδο. Το στρατόπεδο βρισκόταν κοντά στην ελώδη περιοχή της λίμνης Κάρλας με συνέπεια σχεδόν το 50% των κρατουμένων να ασθενήσει από ελονοσία, με πολλούς επίσης να έχουν πληγεί από φυματίωση και ψώρα. Οι απάνθρωπες τιμωρίες και τα βασανιστήρια των Ιταλών δεσμοφυλάκων πάνω στους εξαντλημένους κρατουμένους βρίσκονταν σε καθημερινή διάταξη. Οι Ιταλοί ξέσπασαν το μίσος και την εκδικητική μανία τους για την ήττα τους στον ελληνοϊταλικό πόλεμο πάνω στους Κρήτες αυτούς στρατιώτες. Οι κρατούμενοι μαστιζόμενοι από το λιμό και τις ασθένειες, ιδιαίτερα στη διάρκεια του μεγάλου λιμού που έπληξε τον πληθυσμό όλης της Ελλάδας τον Χειμώνα 1941-42 και καθώς οι Ιταλοί δεν έλαβαν καμία ιδιαίτερη μέριμνα για την συντήρησή τους, ενώ και η βοήθεια από τον ΕΣ ήταν ανεπαρκής, αποδεκατίστηκαν πολύ γρήγορα. Η επισιτιστική κατάσταση βελτιώθηκε κάπως, μόλις τον Απρίλιο του 1942, όταν άρχισε να φτάνει βοήθεια του ΔΕΣ στο στρατόπεδο.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του στρατοπέδου ήταν ότι οι θάνατοι κυρίως από το λιμό ήταν καθημερινοί, ώστε το καλοκαίρι του 1942 όταν οι περισσότεροι Κρήτες κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στον Πειραιά με σκοπό να επιστρέψουν στο νησί τους είχαν απομείνει μόλις 250. Οι συνθήκες διατροφής και στέγασης στο στρατόπεδο ήταν εξαιρετικά δύσκολες μέχρι και το Δεκέμβρη του 1942. Οι μερίδες φαγητού ήταν ανεπαρκείς. Η απουσία κρεβατιών, και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης έκανε τη διαβίωση των κρατουμένων μέσα στα υγρά και ανήλιαγα κτίρια του στρατοπέδου ακόμη πιο δύσκολη. Ψείρες, ψώρα, κουνούπια και κοριοί ήταν μάστιγες του στρατοπέδου, ελονοσία, φυματίωση και πεπτικές νόσοι θέριζαν τους κρατουμένους. Κάτω από τέτοιες συνθήκες το προσδόκιμο επιβίωσής ιδιαίτερα για τους πιο αδύναμους όπως τους ηλικιωμένους και τα μικρά παιδιά, ήταν ιδιαίτερα μικρό.

 

Η δράση των οργανώσεων αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας στο στρατόπεδο Λάρισας

Σημαντική βοήθεια στους κρατουμένους και στις οικογένειες που άφηναν πίσω απροστάτευτες παρείχε η εαμική εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση της «Εθνικής Αλληλεγγύης» (ΕΑ) σε συνεργασία με τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και την εκκλησία. Η διατροφή των κρατουμένων στο στρατόπεδο Λάρισας στηριζόταν επομένως σε μεγάλο βαθμό στην ΕΑ και στις διανομές του ΕΣ, χωρίς όμως να αποτραπούν οι θάνατοι στο πρώτο διάστημα. Μόνο από το Γενάρη του 1943, οι διανομές του ΕΣ έγινε κατορθωτό να γίνουν συστηματικές και να ανατρέψουν την κατάσταση αποτρέποντας πλέον τους θανάτους από πείνα. Μια σειρά από γεγονότα συνέβαλαν σε αυτό.

Ο ΔΕΣ κατόρθωσε να αποκαταστήσει τον Δεκέμβριο του 1942 μια συστηματική και λίγο πολύ αδιάλειπτη τροφοδότηση της επαρχίας. Έπρεπε όμως να κάμψει και την αντίσταση των Ιταλών, οι οποίοι είχαν αναλάβει να ελέγχουν οι ίδιοι τη διανομή της βοήθειας του ΕΣ και ήταν αρνητικοί στη διείσδυση του ΕΕΣ και του ΔΕΣ στο στρατόπεδο. Τότε στο στρατόπεδο ανέλαβε συστηματική δουλειά η αδερφή Ελένη (Ελένη Καπάρη), μια καθολική μοναχή του ΔΕΣ, με σημαντική εξουσία και διασυνδέσεις που της επέτρεψαν να διεισδύσει στο στρατόπεδο και να κάμψει τις αντιστάσεις της ιταλικής διοίκησης και της σπείρας ομάδας κρατουμένων και ιταλών φρουρών που λυμαίνονταν προς όφελός τους τις όποιες προμήθειες έμπαιναν στο στρατόπεδο. Οι κρατούμενοι ονόμασαν την αδερφή «μάνα των κρατουμένων». Παράλληλα η έλευση στις αρχές του 1943 των 300 κομμουνιστών κρατούμενων από τις φυλακές της Ακροναυπλίας, όπου από την εποχή του Μεταξά κρατούνταν οι πιο «επικίνδυνοι» κομμουνιστές αγωνιστές, έφερε επίσης αλλαγές προς το καλύτερο. Η πολυετής συλλογική εμπειρία τους σε συνθήκες κράτησης συμβάλει στις αλλαγές στις συνθήκες τους στρατοπέδου, καθώς διέθεταν ειδικούς τεχνίτες και συνεργεία εργασίας, είχαν συμπαγή οργάνωση και πειθαρχία και κατόρθωσαν να έχουν περισσότερες και τακτικές επαφές έξω από το στρατόπεδο, με τις παράνομες και μη οργανώσεις (κυρίως την ΕΑ και το ΕΑΜ) και παράλληλα κινητοποίησαν την πιο ενεργητική επέμβαση του ΕΣ. Έτσι με τον ερχομό τους και σε αγαστή συνεργασία με την αδερφή Ελένη του ΔΕΣ συνέβαλαν και αυτοί αποφασιστικά στη βελτίωση των συνθηκών κράτησης όλων των κρατουμένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αδερφή Ελένη, ενάντια στη θέληση των Ιταλών, πέτυχε να μπουν κομμουνιστές κρατούμενοι στις Επιτροπές διαχείρισης των εφοδίων του ΔΕΣ, θεωρώντας τους ως τους «πιο κατάλληλους για να διαχειρίζονται τίμια τα τρόφιμα και τα λοιπά εφόδια».

Σε όλη τη διάρκεια λειτουργίας του στρατοπέδου τα βασανιστήρια ήταν επίσης σε καθημερινή διάταξη. Πέρα από τις ατομικές τιμωρίες, εφαρμοζόταν και η συλλογική ευθύνη και τιμωρία συνήθως με μαστίγωμα δεκάδων κρατουμένων για παραπτώματα ενός. Συνήθη παραπτώματα που αναφέρεται ότι τιμωρούνταν αυστηρά ήταν απόπειρες απόδρασης, ασέβεια προς την ιταλική σημαία και η μη έγκαιρη προσέλευση στο προσκλητήριο. Αναφέρονται δε και περιστατικά τρομοκρατίας των κρατουμένων με τη φρουρά του στρατοπέδου να πυροβολεί μέσα στους θαλάμους και μετά να εισέρχονται μέσα και να ξυλοκοπεί ανελέητα τους κρατουμένους. Από τα σημαντικότερα βασανιστήρια, το οποίο οι ιταλοί χρησιμοποιούσαν ευρέως και στις αποικίες ήταν το μαρτύριο του πασάλου. Ο κρατούμενος δενόταν γυμνός σε πάσαλο χειροπόδαρα και συνήθως δύο δεσμώτες τον χτυπούσαν με μαστίγιο. Μαστίγωμα με συρμάτινα μαστίγια και βούρδουλες αναφέρονται σε πολλές από τις αναμνήσεις κρατουμένων.

Οι Ιταλοί επέβαλαν καταναγκαστική εργασία στους κρατούμενους στις εγκαταστάσεις του αεροδρομίου, για την κατασκευή πολεμικών έργων, οχυρωμάτων και πολυβολείων.

Το 1941 – 1942 ο ΔΕΣ με δυσκολία και σπάνια έφτανε μέχρι την ύπαιθρο και είχε επικεντρώσει τις προσπάθειές του στον επισιτισμό της Αθήνας. Αλλά και το ελληνικό τμήμα του ΕΣ είχε παραλύσει, όπως και ο κρατικός μηχανισμός, εξαιτίας των πολιτικών που ακολουθούσαν οι κατακτητές, οι οποίοι ενδιαφέρονταν να απομυζήσουν τον πλούτο της χώρας αδιαφορώντας για τον τοπικό πληθυσμό. Έτσι αναδείχτηκαν οργανώσεις, με παράλληλη αντιστασιακή και νόμιμη δράση, από τους ίδιους τους πολίτες με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές που είχαν σημαντική οργανωτική εμπειρία. Η ΕΑ ιδρύθηκε στην Αθήνα με σκοπό να αποτελέσει τον «Ερυθρό Σταυρό του Μαχόμενου Έθνους» το Μάιο του 1941 και έφτασε να είναι μια από τις πιο μαζικές λαϊκές οργανώσεις, φτάνοντας στην ακμή της το 1944 τα 3 εκατομμύρια μέλη. Ωστόσο είναι χαρακτηριστικό ότι η μεγάλη ανάγκη στήριξης των κρατουμένων στο στρατόπεδο Λάρισας οδηγεί στην ίδρυση  το καλοκαίρι του 1941, ανεξάρτητα από την οργάνωση της Αθήνας, 2 επιτροπών στην περιοχή της Θεσσαλίας με παρόμοιους σκοπούς. Μία «Επιτροπή περίθαλψης Άγγλων, Κυπρίων – Κρητών και Θεσσαλών καταδιωκομένων» στον Αλμυρό και τον Αύγουστο στη Λάρισα μια επιτροπή περίθαλψης Κρητών γι’ αυτούς που έχουν κλειστεί στο στρατόπεδο Λάρισας. Τον Ιανουάριο του 1942 οι δυο αυτές οργανώσεις συγχωνεύτηκαν με την κεντρική της ΕΑ και συγκρότησαν την περιφερειακή ΕΑ Θεσσαλίας, η οποία ήταν μια από τις μεγαλύτερες, πιο καλά οργανωμένες και πιο δραστήριες στην Ελλάδα. Ενώ είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο ΕΣ (κυρίως το ελληνικό του τμήμα) και η ΕΑ, αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό συγκοινωνούντα δοχεία, συνεργάζονταν πολλές φορές στενά και πολλοί άνθρωποι ήταν ταυτόχρονα μέλη ή στελέχη και των δύο. Ο θεσμικός ρόλος του ΕΣ στάθηκε πολλές φορές το κανάλι διοχέτευσης βοήθειας προς τους κρατουμένους προερχόμενης από τις παράνομες ή ημιπαράνομες αντιστασιακές οργανώσεις. Η ΕΑ πέρα από τον επισιτιστικό ρόλο και την περίθαλψη κρατουμένων και των συγγενών τους, συνέβαλε και σε αποδράσεις από τις φυλακές και τα στρατόπεδα.

 

Εκτελέσεις κρατουμένων από το στρατόπεδο Λάρισας

Από το Φεβρουάριο του 1943, ενώ έχει εκλείψει σχεδόν ο φόβος για θανάτους από πείνα, άρχισαν οι εκτελέσεις κρατουμένων ως αντίποινα. Το στρατόπεδο της Λάρισας άρχισε να τροφοδοτεί τα ιταλικά εκτελεστικά αποσπάσματα, ως αντίποινα και μέσο πίεσης του πληθυσμού και κάμψης της διάθεσής του για αντίσταση.

Οι πηγές αναφέρουν συνολικά 800-1000 εκτελεσμένους στο στρατόπεδο από τους Ιταλούς μέχρι τη συνθηκολόγησή τους στις 8 Σεπτεμβρίου 1943.

Γνωστές μαζικές εκτελέσεις κρατουμένων από το στρατόπεδο Λάρισας ως αντίποινα αντιστασιακών ενεργειών ενάντια στους Ιταλούς είναι οι ακόλουθες: 23/2/1943 εκτελούνται 100, 25/2/1943 εκτελούνται 40, 11/3/1943 οι Ιταλοί εκτελούν στο δρόμο Αγυιάς – Λάρισας 100, 7/4/1943 εκτελούν 16 ομήρους στη Νίκαια Λάρισας, 5/5/1943 εκτελούν 9 ομήρους στον Αλμυρό. Στις 6/6/1943 με διαταγή του διοικητή της Μεραρχίας Πινερόλο Cesare Benelli, στην οποία υπαγόταν το στρατόπεδο, εκτελούνται 106 κρατούμενοι του στρατοπέδου στο Κούρνοβο, ως αντίποινα για την ανατίναξη της ομώνυμης σήραγγας κάτω από την οποία καταπλακώθηκε η διερχόμενη αμαξοστοιχία με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί επιβαίνοντες, ανάμεσά τους 50 Έλληνες αιχμαλώτοι και Ιταλοί στρατιώτες. Οι 54 από τους εκτελεσμένους ήταν «ακροναυπλιώτες» κομμουνιστές, ανάμεσα σε αυτούς και ο τροτσκιστής δικηγόρος Παντελής Πουλιόπουλος εμβληματική φυσιογνωμία της αριστεράς, πρώην γ.γ. του ΚΚΕ, πολύγλωσσος, βαθύς γνώστης του μαρξισμού και ηγέτης της αριστερής αντιπολίτευσης στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ώρα της εκτέλεσης ο Πουλιόπουλος ζήτησε το λόγο και απευθύνθηκε στα ιταλικά προς τους στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος και τους ζήτησε να επιδείξουν διεθνιστική αλληλεγγύη και να μην σκοτώσουν αντιφασίστες πατριώτες. Όταν οι περισσότεροι στρατιώτες συγκινήθηκαν από τον λόγο του και αρνήθηκαν να εκτελέσουν την διαταγή, την εκτέλεση ανέλαβαν αξιωματικοί των Καραμπινιέρων. Η εκτέλεση στο Κούρνοβο ξεσηκώνει διαμαρτυρίες στην Αθήνα, όπου σε διαδήλωση σκοτώνονται πάνω από 20 και τραυματίζονται πάνω από 100 διαδηλωτές.

 

Το στρατόπεδο Λάρισας υπό γερμανική διοίκηση

Τον Αύγουστο του 1943 οι Ιταλοί αποφάσισαν τη διάλυση του στρατοπέδου. Ο νέος (απ’ τον Ιούλιο 1943) διοικητής της Μεραρχίας Πινερόλο αντιστράτηγος Adolfo Infante, παρόλο που γνώριζε ότι η συνθηκολόγηση ήταν επικείμενη και σε λίγο θα προσχωρούσε στους αντάρτες με τους στρατιώτες του, ωστόσο μετέφερε προηγουμένως 350 από τους κρατούμενους στην Αθήνα παραδίδοντάς τους ουσιαστικά στους Γερμανούς. Αυτοί κλείστηκαν στο περιβόητο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και πολλοί από αυτούς αργότερα εκτελέστηκαν εκεί από τους Γερμανούς, κάποιοι μάλιστα πρώην κρατούμενοι της Λάρισας ήταν ανάμεσα στους 200 που μεταφέρθηκαν από το Χαϊδάρι και εκτελέστηκαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 1944.

Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τις περιοχές που πριν κρατούσαν οι πρώην σύμμαχοί τους Ιταλοί, αποφάσισαν να επαναλειτουργήσουν το στρατόπεδο. Οι Γερμανοί συνέχισαν τις ίδιες τακτικές σύλληψης αθώων κατοίκων από τη Θεσσαλία και την κράτηση στο στρατόπεδο εκατοντάδων ανθρώπων χαρακτηρισμένων «ομήρων», οι οποίοι εκτελούνταν με την πρώτη αφορμή και ιδιαίτερα μετά από αντιστασιακές ενέργειες. Τον Απρίλιο του 1944 αναφέρεται ότι κρατούνταν στο στρατόπεδο 1350 άνθρωποι. Από αυτούς 350 ως «κομμουνιστές» και 100 κατάδικοι. Υπήρχαν 60 γυναίκες και 20 παιδιά κάτω των 12 ετών. 

Οι πηγές είναι εξαιρετικά φειδωλές για τις συνθήκες κράτησης στο στρατόπεδο κατά τη διάρκεια λειτουργίας του από τους Γερμανούς, καθώς η είσοδος του ΕΣ ήταν ουσιαστικά αδύνατη και άλλες πρωτογενείς πηγές δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι στιγμής.

Στην περιοχή της Λάρισας φαίνεται ότι οι Γερμανοί λειτούργησαν επίσης, σε κάποιον άλλο χώρο, ένα transit camp για την μεταγωγή των εβραίων της νότιας Ελλάδας στα στρατόπεδα εξόντωσης.

 

Μαρτυρίες για τις συνθήκες στο στρατόπεδο Λάρισας

Οι περισσότερες περιγραφές για τις συνθήκες στο στρατόπεδο την περίοδο κράτηση των Κρητών προέρχονται από αγωνιστές της αριστεράς οι οποίοι αποτέλεσαν την δεύτερη μεγαλύτερη κατηγορία εγκλείστων μετά τους στρατιώτες. Μια μικρή ομάδα 23 κομμουνιστών που συλλαμβάνονται στην Αθήνα είναι οι πρώτοι «προληπτικοί» που στέλνονται στο στρατόπεδο Λαρίσσης στις 14/09/1941 και αντικρίζουν μπροστά τους τους Κρήτες ανθρώπινα ράκη. «Απ’ τους σιωπηλούς μελαγχολικούς στρατώνες […] χύνεται κοπαδιαστά έξω ένα θλιβερό κοπάδι κουρελιάριδων ανθρώπων. Όσο κι αν είμαστε προετοιμασμένοι δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε ένα ξάφνιασμα τρόμου που ζωγραφίζεται στα πρόσωπά μας. Τούτοι που βγαίνουν απ’ τους στρατώνες δεν είναι άνθρωποι. Είναι μάλλον ανθρώπινα σκουπίδια… […] στεγνωμένες όψεις, πρόσωπα που δείχνουν τα κόκκαλά τους ολοκάθαρα κάτου απ’ το στεγνωμένο πετσί τους, με μάτια σβηστά, με κουρέλια αντίς για ρούχα στο σώμα τους, ξυπόλητοι οι πιο πολλοί μέσα στη λάσπη του γηπέδου, φαίνονται ένα θλιβερό ανθρωπομάζωμα που η πρώτη εντύπωση σου όπως τους κοιτάς είναι όμοια με κείνην τη φρίκη που θα δοκιμάσεις αν πρωτοειδείς μια φρικτή συνάθροιση λεπρών σε εγκαταλελειμένο λεπροκομείο, της Σπιναλόγκας. […] Καθώς βγαίνουν, κι αραδιάζονται στο μάκρος του τοίχου έξω απ’ τις στρατώνες, βγαίνει μαζύ τους στον αέρα και η μπόχα της ανθρώπινης βρωμιάς από τους θαλάμους. Είναι φανερό! Εδώ είναι ένας ανθρώπινος σκουπιδαριώνας! […] Κάποιος από μας καθώς κοιτάζει θλιμμένα αυτό το βρώμικο ανθρώπινο σκουπιδαριό που όλο σαπίζει στην εγκατάλειψη και στη δυστυχία αναστενάζει και αφήνει να ξεφύγουν δυο λόγια φρίκης. –Είναι το άνθος του στρατού μας της Αλβανίας! Πω…πω… Πώς κατήντησε! Είναι αλήθεια αιχμάλωτοι Κρητικοί. Αυτοί που μάζεψαν από τους δρόμους της Αθήνας πριν δεκαπέντε μέρες! Είναι –όπως μάθαμε αργότερα- κάπου χίλιοι τρακόσιοι. Δυο βδομάδες εξορία σ’ αυτό το στρατόπεδο έφτασε να τους φέρη σ’ αυτή τη θλιβερή κατάντια.» Μαρτυρία Στούρνα Κώστα [1974: 37-38].     

 


[1] The National Archives, AIR 51/234

[2] Λίστα με το σύνολο των ονομάτων αυτών των κρατουμένων υπάρχει στο Φλούντζης 1987: 84-108.

 


Βιβλιογραφία

Ανταίος Πέτρος, Μανώλης Γλέζος κ.α. (επιμ.), 2006, Μαύρη Βίβλος της Κατοχής, Β΄ Έκδοση (Α΄ Έκδοση, χ.χ. [1998;]), Αθήνα.

Αφιέρωμα της εφημερίδας της Κρήτης Πατρίς στην Μεραρχία Κρητών με τίτλο: «Ιστορικές σελίδες: Η ένδοξη Μεραρχία Κρητών μετά την κατάρρευση του Μετώπου. Τα τραγικά της απομεινάρια στο φοβερό στρατόπεδο της Λάρισας» στο http://archive.patris.gr/articles/158144#.WmHQIDeYPIV

Βραχνιάρης Χρήστος,  Τα χρόνια της λαϊκής εποποιίας [πόλεμος - κατοχή - αντίσταση], Αθήνα, Πανόραμα.

Γκότσης, 1945, Φλόγες στον Όλυμπο, Αθήνα, Ελλάς-Αμερική.

Διεθνιστής, Φύλλο 12, 28 Μαΐου 1944

Μαγκριώτης, 1949, Θυσίαι της Ελλάδος και εγκλήματα κατοχής κατά τα έτη 1941-1944, Αθήνα, Φόρμιγξ.

Rodogno Davide, 2006, Fascism's European Empire: Italian Occupation During the Second World War, Cambridge, Cambridge University Press

Santarelli Lidia, 2004, “Muted violence: Italian war crimes in occupied Greece”, Journal of Modern Italian Studies 9(3):290

Στούρνας Κώστας, 1974, Casa Preventiva : Campo di concentramento. Τά ιταλικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως στην Ελλάδα στην περίοδο της Κατοχής, Αθήνα, Πύλη.

Φλούντζης Αντώνης, 1977, Στρατόπεδα Λάρισας Τρικάλων 1941-1944. Η Γέννηση του Αντάρτικου στη Θεσσαλία, Αθήνα, Παπαζήση.

Φλούντζης Αντώνης, 1987, Εκτελεσθέντες και Κρατούμενοι στα Χρόνια της Κατοχής 1941-1944, Αθήνα, Φιλιππότη.

Χρονικό Εθνικής Αντίστασης, Επεισόδιο 14,  https://www.youtube.com/watch?v=n7ZL-hJEYBU&list=PL804E00B098EF3FAC και http://www.hprt-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=8138&tsz=0&act=mMainView

 


Αρχειακές πηγές

 Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Αρχείο Φλούντζη και Φωτογραφικό Αρχείο Φλούντζη.

 The National Archives (UK)