Το ημερολόγιο του Λεωνίδα Γιασημακόπουλου: ακτινογραφώντας την καθημερινότητα των κρατουμένων στο ναζιστικό στρατόπεδο «Παύλος Μελάς»

Η εσωτερική πύλη του στρατοπέδου Παύλος Μελάς, 1943.

Βασιλική Παπαγεωργίου

Εισαγωγικά περί του ημερολογίου.

Βασική πηγή μας για το στρατόπεδο «Παύλος Μελάς», στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης, την περίοδο της Κατοχής, αποτελεί το ημερολόγιο του Λεωνίδα Γιασημακόπουλου, κρατούμενου στο στρατόπεδο, από τις 11 Μαΐου του 1943 έως τις 19 Οκτωβρίου του 1944. Η έκδοση του ημερολογίου του, με την πρωτοβουλία και την επιμέλεια του Γεώργιου Καφταντζή, έχει τον τίτλο: Το ναζιστικό Στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης 1941-1944. Όπως το έζησε και το περιγράφει στο ημερολόγιό του ένας όμηρος, ο Λεωνίδας Γιασημακόπουλος (αριθμός μητρώου φυλακής 4436). Πρόκειται για δύο τόμους των εκδόσεων Παρατηρητής με ημερομηνία έκδοσης για τον πρώτο τόμο, το 1999 και τον δεύτερο, το 2001.

Τα εξώφυλλα των δύο τόμων της έκδοσης του Ημερολογίου του Λεωνίδα Γιασημακόπουλου.

Ο Λεωνίδας Γιασημακόπουλος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1884 και απεβίωσε στην Κατερίνη το 1968. Είχε τελειώσει την Μεγάλη του Γένους Σχολή, γνώριζε γαλλικά και τουρκικά. Εργαζόταν στο δημόσιο τομέα ως Έπαρχος σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Διετέλεσε επίσης προϊστάμενος του Τμήματος Ανταλλάξιμων της Εθνικής Τράπεζας στην Κατερίνη, όπου και διέμενε. Τον Μάιο του 1943, συνελήφθη μαζί με την κόρη του στην Κατερίνη με την ψευδή κατηγορία του οργανωτή του ΕΑΜ. Σύμφωνα με αναφορές στο ημερολόγιο, ο ίδιος ο Γιασημακόπουλος δεν είχε σχέσεις με το ΕΑΜ, αλλά είχαν τα παιδιά του. Μετά τη σύλληψη του ίδιου και της κόρης του, κρατήθηκαν για λίγες μέρες σε αποθήκη σιτηρών στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κατερίνης μαζί με άλλα 114 άτομα, άνδρες και γυναίκες. Στη συνέχεια, μετά την απόλυση κάποιων ατόμων, οι υπόλοιποι - ανάμεσα σε αυτούς και ο Γιασημακόπουλος με την κόρη του - μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς», το βράδυ της 11ης Μαΐου 1943. Η κόρη του αποφυλακίστηκε λίγες μέρες αργότερα.

Το ημερολόγιο του Γιασημακόπουλου απαρτίζεται από 53 μικρά σημειωματάρια, τα οποία εμπιστεύτηκε στον Γεώργιο Καφταντζή η χήρα του γιου του, Παναγιώτη, το 1921[1]. Από την πρώτη μέρα της σύλληψής του έγραφε ημερολόγιο. Κατέγραφε με συνέπεια όχι μόνο τα σημαντικά γεγονότα του στρατοπέδου - τους εγκλεισμούς, τις αποφυλακίσεις, τις εκτελέσεις - αλλά και λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, ακτινογραφώντας έτσι την καθημερινότητα της κοινωνίας των κρατούμενων.

Χειρόγραφη σελίδα από το ημερολόγιο. Πηγή: Β΄τόμος της έκδοσης του ημερολογίου.

Το ημερολόγιο και η επιμονή του συγγραφέα του στην αναφορά και στην καταγραφή των ονομάτων των συγκρατουμένων του, αλλά και αυτών που απετέλεσαν το προσωπικό του στρατοπέδου, έδωσαν και σε εμάς την αφορμή να αποπειραθούμε να συγκεντρώσουμε τα ονόματα των εγκλείστων του στρατοπέδου, όσων τουλάχιστον μπορούμε να εντοπίσουμε από τις διαθέσιμες πηγές. Τα 700 περίπου ονόματα του ημερολογίου αποτέλεσαν τη μαγιά της προσπάθειας αυτής. Οι μικροϊστορίες και η βιωμένη εμπειρία των κρατουμένων που βρίσκουν τον αφηγητή τους στο πρόσωπο του Γιασημακόπουλου, συνθέτουν ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του στρατοπέδου, μετατρέποντας επιπλέον τον χώρο αυτό, τον οργανωμένο να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες στρατιωτικού κυρίως τύπου ανάγκες, από έναν τυπικό, σύμφωνα με τους ανθρωπολογικούς ορισμούς, ‘μη τόπο’, σε  έντονα βιωμένο ‘τόπο’[2].

Έχει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον να επισημανθεί η σημασία της συγχρονίας της καταγραφής του ημερολογίου[3], και όχι της ετεροχρονισμένης αποτύπωσης των συναισθημάτων του συγγραφέα του και της βιωμένης εμπειρίας του, που αποτελούν την πλειοψηφία των ανάλογων καταγεγραμμένων αναμνήσεων. Αυτές, στο πλαίσιο και ίσως υπό την απαίτηση ορισμένης ιστορικής ή και πολιτικής ανάγκης, αποτελούν αποτύπωση μιας προσωπικής τραυματικής εμπειρίας και απαντούν ενδεχομένως σε μια βαθύτερη επιθυμία 'εξαγόρευσης' δεινών και βασάνων, με την προοπτική κάποιας δικαίωσης, ή, σε πιο προσωπικό επίπεδο, μία εσωτερικής κάθαρσης.

Στην περίπτωση όμως του Γιασημακόπουλου, που όπως αναφέραμε η εμπειρία και η καταγραφή της είναι σύγχρονες μεταξύ τους, προκύπτουν ερωτήματα τόσο από την ίδια τη διήγηση - της ρουτίνας του στρατοπέδου - όσο και από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτή η διήγηση, τη συνέπεια και την επιμονή. Πως άραγε εξυπηρετεί αυτή η λεπτομερειακή συγχρονική καταγραφή τον Γιασημακόπουλο, τη δεδομένη στιγμή, που βρίσκεται έγκλειστος στο θάλαμό του, ποια ανάγκη του καλύπτει; Έχει συναίσθηση της ιστορικής σημασίας των γεγονότων που ζει και της χρησιμότητας της αφήγησής του, ή είναι μήπως από τους ανθρώπους που είναι συνηθισμένοι να διατηρούν αρχείο, ή στην περίπτωσή του ισχύουν και τα δύο; Σε ποιον ή σε ποιους απευθύνεται η καταγραφή του, - στον ίδιο, στην οικογένειά του, ή και σε κάποιον μελλοντικό πιθανό αναγνώστη; Είναι η συνέντευξη που δεν θα γίνει ποτέ. Τα σημειωματάριά του ο Γιασημακόπουλος τα φυλάει, τα προστατεύει, τα εμπιστεύεται στην κόρη του, όταν γεμίζουν. Συστηματικά και σχολαστικά, κάθε βράδυ αποτυπώνει τα γεγονότα και τις λεπτομέρειες της μέρας που πέρασε, μαζί με την κούραση, την απογοήτευση, τους φόβους, την ελπίδα του ίδιου, αλλά και των συγκρατούμενών του. Δεν περνάει ούτε μία μέρα χωρίς να την καταγράψει.

Το στρατόπεδο «Παύλος Μελάς», από το εξώφυλλο της έκδοσης του ημερολογίου του Λεωνίδα Γιασημακόπουλου (μεταπολεμική φωτογραφία).

Η αφήγηση του είναι συγκινητική. Όσο προσηλωμένος και να είναι ο ειδικός μελετητής στην ανάγκη, εν προκειμένω, της συστηματικής και όσο το δυνατόν - αναλυτικής αποδελτίωσης των πληροφοριών που δίνει το κείμενο, δεν είναι εφικτό - και δεν πρέπει - να μείνει ασυγκίνητος στην αυθόρμητη έκφραση των συναισθημάτων του συγγραφέα και των συγκρατούμενών του. Η συνεχής διάψευση της ελπίδας για απελευθέρωση και οι ανάλογες φήμες που, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Γιασημακόπουλος, «...επειδή συνήθως μένουν απραγματοποίητες έχουν ως αποτέλεσμα μια βαθείαν απογοήτευσιν και πικράν απελπισίαν»[4], η καθημερινή απογοήτευση για τις συνθήκες κράτησης, ο φόβος της αβεβαιότητας, ο τρόμος και το σοκ στο άκουσμα των ονομάτων των μελλοθάνατων, η οδύνη της απώλειας γνωστών αλλά και άλλων, μέχρι πρότινος, αγνώστων που όμως έγιναν οικείοι, συνομιλητές, συνδαιτυμόνες, συνοδοιπόροι - όλα αυτά συνιστούσαν την οδυνηρή καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων. Μαζί με τα στατιστικά στοιχεία, τους αριθμούς, τα ποσοστά, τις ταξινομήσεις, τις συσχετίσεις και τις αντιπαραβολές, αθροίζουν, στην προκειμένη περίπτωση μελέτης, αυτό που ονομάζουμε ιστορία.

 

Το στρατόπεδο, ο θάλαμος.

Στο στρατόπεδο φυλακίζονταν κατάδικοι και υπόδικοι κυρίως της Μυστικής Στρατιωτικής Γερμανικής Αστυνομίας και της Υπηρεσίας Ασφαλείας. Εκτός από αυτούς φυλάκιζαν στο στρατόπεδο, τρομοκρατούσαν και εκτελούσαν κρατούμενους, κυρίως από τις αρχές του 1944 και εξής, και οι ομάδες των ταγματασφαλιτών, κυρίως αυτή του Δάγκουλα[5]. Ο Γιασημακόπουλος ήταν κρατούμενος «μέχρι πέρατος πολέμου» και παρέμενε, όπως και άλλοι όμηροι, υπόδικος. Μαζί με αυτούς υπήρχαν και κάποιοι κρατούμενοι του κοινού ποινικού δικαίου. «Εις τους 6 θαλάμους του κτιρίου συμποσούνται 690 κρατούμενοι υπόδικοι»[6], αναφέρει το πρωί της άφιξής του. Στην αρχή της αφήγησής του, όταν μεταφέρεται μαζί με άλλους συμπολίτες του στο στρατόπεδο, εκτός από το πρόγραμμα αναφέρει τα ονόματα του διευθυντή του στρατοπέδου, καθώς και τα ονόματα των Ελλήνων φυλάκων, μαζί με κάποιον σχολιασμό, για κάθε έναν από αυτούς.

Εσωτερικό θαλάμου του στρατοπέδου «Παύλος Μελάς». Φωτογραφική λήψη από Αλέκα Τσιρώνη, 2/10/2012.

Ο κόσμος της φυλακής για τον Γιασημακόπουλο αποτελείται κυρίως από 2 κτίρια και 2 αυλές. Σε κοντινούς χώρους, μέσα στα όρια του στρατοπέδου, βρίσκονταν οι ξένοι αιχμάλωτοι πολέμου (Σέρβοι, Ιταλοί, κ.ά.), όπως επίσης κοντά ήταν και το στρατόπεδο εργασίας Dulag 183. Ο Γιασημακόπουλος αναφέρει ότι ήταν φυλακισμένος στο Β΄ κτίριο. Οι γυναίκες και οι άντρες φυλακίζονταν ξεχωριστά. Όπως συμπεραίνεται  από το ημερολόγιο, ο χώρος φυλάκισης των γυναικών ήταν στο κτίριο όπου βρισκόταν και το αναρρωτήριο. Εκεί μεταφέρθηκε ο Γιασημακόπουλος, από τις 31 Μαρτίου του 1944 και παρέμεινε έως την αποφυλάκισή του. Όπως προκύπτει από τις σημειώσεις του, τα καθήκοντά του στο αναρρωτήριο ήταν η καθημερινή έκδοση δελτίου αυξημένων μερίδων άρτου, η διανομή φαρμάκων, η γραφική δουλειά στο φαρμακείο και η συνοδεία του γιατρού στις επισκέψεις του στους ασθενείς.

Στο θάλαμο του Γιασημακόπουλου οι έγκλειστοι ήταν, με αυξομειώσεις, 70-90 άτομα. Ακριβείς διαστάσεις του χώρου δεν καταγράφονται. Αυτό που αναφέρεται είναι ότι το δάπεδο ήταν από τσιμέντο και ότι υπήρχαν κρεβάτια. Δεν υπάρχει στις καταγραφές συνολική περιγραφή των θαλάμων και ό,τι γνωρίζουμε, προέρχεται από σκόρπιες καταγραφές στο ημερολόγιο. Μέσα στον θάλαμο πρέπει να υπήρχε και κάποιο μέρος, το οποίο χρησιμοποιόταν ως πρόχειρο αποχωρητήριο. Επίσης, πιθανόν να υπήρχε και κάποιος χώρος, μάλλον κοντά στο κρεβάτι κάθε κρατούμενου, όπου αυτός αποθήκευε ή απλώς τοποθετούσε τα λιγοστά του υπάρχοντα - ρούχα ή και κάποια τρόφιμα. Οι μύγες, οι κοριοί και οι ψείρες επιδείνωναν την καθημερινότητα των φυλακισμένων. Η κατάσταση που επικρατούσε με τόσο κόσμο ήταν πολύ άσχημη, σύμφωνα με τις περιγραφές:

  • «Είμεθα πολλοί στον θάλαμον. Χνώτα, αέρια, κακοσμία αποχωρητηρίου, κλειστά παράθυρα, κακός αερισμός, όλα αυτά μαζύ με την μάστιγα του Φαραώ τις μύγες που κατά σύννεφα σύννεφα καλύπτουν τους τοίχους του θαλάμου, τα κρεβάτια μας, τα καλάθια των τροφίμων μας, καθιστούν πολύ δυσάρεστον την θέσιν μας»[7].

 

Το πρόγραμμα του στρατοπέδου.

Η ζωή του Γιασημακόπουλου και των συγκρατούμενών του καθοριζόταν από το ημερήσιο πρόγραμμα. Οι κρατούμενοι σε απομόνωση είχαν διαφοροποιημένο πρόγραμμα και μόνο μία ώρα συνολικά προαυλισμού.

Πρόγραμμα στρατοπέδου «Παύλος Μελάς»
Γ. Καφταντζή (επιμ.), Το ναζιστικό Στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 33-34, 64, 113

  • 5:00 - 5:30 – Εγερτήριο
  • 6:00 - 6:15 – Άνοιγμα θαλάμων, καταμέτρηση κρατουμένων
  • 7:30 - 8:00 – Πρωϊνό ρόφημα από μαύρη σταφίδα (χορηγία Ε.Ε.Σ.) – αναφέρεται σπάνια.
  • [7:45 - 8:30 ασκήσεις – προσθήκη από 7/8/43]
  • Έως 9:00 – Ελευθερία κινήσεως στην αυλή
  • 9:00 - 10:00 – Κλείσιμο και περιορισμός
  • 10:00 - Άνοιγμα θαλάμων
  • [10:00 - 10:45 γύρος ανά τριάδες – προσθήκη από 7/8/43]
  • Περίπατος ανά τριάδες επί 20-25 λεπτά
  • 11:30 – Διανομή συσσιτίου
  • Μετά τη διανομή του συσσιτίου, κλείσιμο και καταμέτρηση
  • 16:00 – Άνοιγμα θαλάμου για «νίψιμον και πλύσιμο αγγείων φαγητού».
  • (16:15 – κατάκλιση σύμφωνα με χειμερινό πρόγραμμα).
  • 16:30 - 17:00 – Περίπατος ανά τριάδες
  • [16:45 - 17:30 – Γύρος ανά τριάδες – προσθήκη από 7/8/43]
  • 18:00 – Διανομή συσσιτίου
  • Αμέσως μετά τη λήξη της διανομής συσσιτίου, κλείσιμο και καταμέτρηση.

 

Πολύ συχνά ο Γιασημακόπουλος, αντί άλλου προσδιορισμού, χρησιμοποιεί τις φράσεις «μετά το κλείσιμο», «μετά το άνοιγμα», «μετά» ή «πριν το μεσημεριανό ή εσπερινό συσσίτιο». Η μέρα άρχιζε και τελείωνε με καταμέτρηση, ενώ το πρόγραμμα προέβλεπε και μία ενδιάμεση καταμέτρηση, μετά το μεσημεριανό συσσίτιο. Επομένως, οι βασικές παράμετροι της μέρας των εγκλείστων ήταν το συσσίτιο και οι καταμετρήσεις. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, δίνεται η εντύπωση πως σκοπός του στρατοπέδου ήταν κυρίως η συντήρηση των κρατούμενων έως ότου σταλούν για καταναγκαστική εργασία, ή να αποτελέσουν ‘φόρο αίματος’. Έως τότε, τους συντηρούσαν υποτυπωδώς μέσω του συσσιτίου, και τους μετρούσαν. Η μέρα ξεκινούσε στις 5:00-5:30 το πρωί και τελείωνε μετά το εσπερινό συσσίτιο, στις 6:00 το απόγευμα. Ο Γιασημακόπουλος παραπονιέται για τις ενδιάμεσες άδειες ώρες, που ήταν  πολλές. Επειδή το εσπερινό κλείσιμο στους θαλάμους γινόταν πολύ νωρίς, οι κρατούμενοι προσπαθούσαν με διάφορους τρόπους να περάσουν τις πολλές ώρες εγκλεισμού.

  • «Και έτσι από τας 4 μ.μ. αρχίζει η πλήξη, η ανία, η στενοχώρια, η αγωνία, η λαχτάρα, η φρίκη. Διότι την ώραν αυτήν νιώθει κανείς την φυλακήν. Την ώραν αυτήν μέσα στο σούρουπο τα σίδερα των παραθύρων φαίνονται χονδρότερα. Την ώραν αυτήν τα βήματα των φρουρών χωροφυλάκων Ελλήνων και Γερμανών στρατιωτών ακούονται στην γύρω του οικήματος-Στρατοπέδου μας αυλήν σαν κροταλισμοί ελλοχευόντων φιδιών»[8].

Άλλες φορές αναφέρονται, χωρίς πολλά σχόλια για την σκοπιμότητα πραγματοποίησής τους, ποδοσφαιρικοί αγώνες και αγώνες μποξ μεταξύ των κρατουμένων.

Ο Γιασημακόπουλος ήταν βαθειά θρησκευόμενος. Έκφραση της πίστης του αποτελεί και η πρωτοβουλία του για εκκλησιασμό, ο οποίος τελούταν στον προθάλαμο του αναρρωτηρίου από τον επίσης φυλακισμένο π. Διονύσιο Χαραλάμπους και τον π. Πατρίκιο, απεσταλμένο της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, κυρίως μετά την αποστολή του Διονύσιου Χαραλάμπους στη Γερμανία[9].

 

Το συσσίτιο.

Στο ημερολόγιο περιγράφεται καθημερινά ό,τι έχει να κάνει με τρόφιμα και φαγητό. Ο Γιασημακόπουλος αναφέρει ανελλιπώς τι τρώει το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ, με ποιους, ποιος του «κάνει το τραπέζι», τι του φέρνουν οι επισκέπτες του. Η διανομή του συσσιτίου γινόταν στην αυλή, σε μεταλλικά δοχεία για την καθαριότητα των οποίων ήταν υπεύθυνοι οι ίδιοι οι κρατούμενοι, ο καθένας για το δικό του. Η διατροφή τους αποτελούταν κυρίως από λαχανικά ή όσπρια, πλημμελώς καθαρισμένα  - το σπανάκι γεμάτο χώμα, τα όσπρια γεμάτα ζωύφια - και  μαγειρεμένα χωρίς καμία φροντίδα, συχνά χωρίς λάδι, και σπάνια με κρέας, κακής όμως ποιότητας. Όταν ο Γιασημακόπουλος μεταφέρθηκε σε άλλο θάλαμο, επειδή ανέλαβε υπηρεσία στο αναρρωτήριο, το συσσίτιό του βελτιώθηκε μεν, αλλά επαναλαμβανόταν καθημερινά το ίδιο: μακαρόνια. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να καταγράφει το συσσίτιο των άλλων κρατούμενων. Τα συχνά επισκεπτήρια βοηθούσαν τους κρατούμενους να βελτιώσουν τη διατροφή τους, καθώς οι επισκέπτες τους προμήθευαν, όταν μπορούσαν, με φαγητό. Οι κρατούμενοι που είχαν αυτή την τύχη, να τους επισκέπτονται δηλαδή συχνά συγγενείς ή γνωστοί, μπορούσαν να τρέφονται κάποιες μέρες σχεδόν αποκλειστικά, από τις προσφορές των επισκεπτών τους. Ο Γιασημακόπουλος ήταν ένας από αυτούς. Ενδεικτική ήταν η αντίδραση των κρατούμενων σε διαταγή του Στρατοπεδάρχη που αφορούσε την απαγόρευσης παροχής τροφίμων από ‘έξω’.

  • «Το μέτρον τούτον μας ετρομοκράτησεν όλους. Γίνονται μεγάλαι προσπάθειαι να ανακληθεί η διαταγή του αυτή.  Απαγορεύτηκε επίσης και η αποστολή τροφίμων από τον ιεροκήρυκα της «Ζωής», π. Λεωνίδα Παρασκευόπουλο προς τον «ηγούμενο» Διονύσιο για διανομή στους απόρους φυλακισμένους» «Το στρατόπεδον εκ της απαγορεύσεως ταύτης είναι ανάστατον»[10].

Σημαντική βοήθεια στη σίτιση, καθώς και σε άλλες μικροανάγκες των κρατουμένων παρείχε ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, μέσω της Ελίζας Ριάδη, εθελόντριας αδελφής, η οποία, μετά τον πόλεμο του 1940, ανέλαβε τη διεύθυνση του Τμήματος Περίθαλψης Αναπήρων[11]. Με ιδιαίτερη προσμονή αναμενόταν από τους κρατούμενους η μηνιαία διανομή των δεμάτων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Από τον Νοέμβριο του 1943, ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός «απεφάσισε να χορηγή δέματα και ενδύματα και εις τους πολιτικούς κρατουμένους όπως και στους αιχμαλώτους πολέμου»[12]. Της διανομής των δεμάτων προηγούνταν η σύνταξη δελτίων με τα στοιχεία των κρατούμενων - εργασία που είχε αναλάβει ο Γιασημακόπουλος - και στη συνέχεια τα δέματα δίνονταν ονομαστικά[13]. Γράφει ο Γιασημακόπουλος: «Μέσα στην φρίκην της φυλακής αυτά τα κουτιά είναι πράγματι μια μεγάλη ανακούφισις»[14].

Κάποιες φορές επίσης αναφέρει τη δυνατότητα να αγοράσει κάτι φαγώσιμο, π.χ. γιαούρτι, χωρίς ωστόσο να προκύπτει από τα γραφόμενα, από που μπορούσε να αγοράσει κάποιος τρόφιμα, μέσα από το στρατόπεδο, ή είχε την ευκαιρία όταν έπαιρνε άδεια εξόδου; Αναφέρεται επίσης στο πρόγραμμα και η παροχή πρωινού ροφήματος (από σιμιγδάλι ή νισεστέ)· ωστόσο, το πρωινό ρόφημα σαν παροχή της φυλακής καταγράφεται από τον Γιασημακόπουλο λίγες φορές - πιθανόν, δεν δινόταν στους κρατούμενους σε σταθερή βάση[15].

 

Εγκλεισμοί, αποφυλακίσεις, μεταφορές, εκτελέσεις.

 

Η «δύναμη» της φυλακής (Ιανουάριος 1942 - Σεπτέμβριος 1944). Στοιχεία από: την αποδελτίωση του ημερολογίου του Λεωνίδα Γιασημακόπουλου και από Στράτος Δορδανάς, «Φυλακές και κρατητήρια στην κατοχική Θεσσαλονίκη (1941-1944)», ανάτυπο από τα πρακτικά του ΚΓ΄ Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 595, υποσ. 9.

 Η κινητικότητα των εγκλείστων εξαιτίας της μεταφοράς ομήρων, των αποφυλακίσεων, των εκτελέσεων, των μεταφορών σε στρατόπεδα εργασίας της περιοχής ή στη Γερμανία ήταν σχεδόν καθημερινή και αποτελούσε κύριο στοιχείο της ζωής τους στο στρατόπεδο. Κατά συνέπεια, ο αριθμός τους, τόσο στο θάλαμο, όσο και στο στρατόπεδο γενικά, άλλαζε διαρκώς. Στο ημερολόγιο, αναφέρονται, σχεδόν καθημερινά με όσες περισσότερες λεπτομέρειες γίνεται, ο αριθμός των νεοφερμένων εγκλείστων και η περιοχή προέλευσής τους, τα ονόματα και ο αριθμός των μετακινούμενων προς άλλους τόπους κράτησης - συνήθως προς καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία - και όσων καλούνταν για εκτέλεση.

Καταγράφονται μετακινήσεις στο στρατόπεδο εργασίας Dulag 183, περισσοτέρων από 1759 ατόμων και εκτελέσεις περισσοτέρων των 388 ατόμων. Το στρατόπεδο «Παύλος Μελάς» συγκέντρωνε κρατούμενους, αιχμαλώτους, ομήρους, όχι μόνο από την Θεσσαλονίκη και την γύρω περιοχή. Ο Γιασημακόπουλος αναφέρει μεταφορές στο στρατόπεδο από το Διδυμότειχο, την Κοζάνη, τα Γρεβενά, την Πελοπόννησο, τη Μυτιλήνη, τη Χίο και αλλού. Από όλα αυτά τα μέρη μεταφέρθηκαν όμηροι, οι περισσότεροι δε από αυτούς, στο πλαίσιο της πολιτικής αντιποίνων, που εφάρμοζαν οι Αρχές Κατοχής. 

 

Τόποι προέλευσης εγκλείστων του στρατοπέδου «Παύλος Μελάς». Στοιχεία από την αποδελτίωση του ημερολογίου του Λεωνίδα Γιασημακόπουλου.

Το στρατόπεδο χρησιμοποιόταν και ως διαμετακομιστικός σταθμός για αποστολές ομήρων προς τα μεγάλα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Ξεξάκη, επιζώντα του στρατοπέδου Μελκ, παραρτήματος του Μαουτχάουζεν[16].

Οι εβραϊκού θρησκεύματος έγκλειστοι δεν ήταν πολλοί στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς», σύμφωνα πάντα με τον Γιασημακόπουλο. Στο ημερολόγιό του γίνεται ονομαστική αναφορά σε περίπου 20 άτομα. Από αυτούς, αναφέρει ότι εκτελέστηκαν δύο Εβραίοι αντάρτες. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους, αφού απολύονταν από το στρατόπεδο, αμέσως παραλαμβάνονταν με το λεωφορείο των Δαγκουλαίων προς άγνωστη κατεύθυνση. Προφανώς, εκτελούνταν και αυτοί. Εκτός αυτών, αναφέρει δύο οικογένειες, τους Μισραχή και τους Μπενβενίστε, τουρκικής και ισπανικής υπηκοότητας αντίστοιχα, οι οποίες απολύθηκαν, στις 10 Σεπτεμβρίου 1944, με την υποχρέωση να παραμείνουν στην πόλη και να δίνουν το παρόν στο στρατόπεδο κάθε Τετάρτη.

Από τους 15 καταγεγραμμένους από τον Γιασημακόπουλο φοιτητές, τρεις εκτελέστηκαν, κάτι το οποίο έχει διασταυρωθεί και με τον κατάλογο θυμάτων της Κατοχής του έργου «Ο φόρος του αίματος κατά τη διάρκεια της κατοχής»[17]. Οι δύο από αυτούς ήταν ανάμεσα στους 101 που εκτελέστηκαν στις 6 Ιουνίου 1944. Οι κρατούμενοι φοιτητές πρέπει να σιτίζονταν από τη φοιτητική λέσχη, γιατί ο Γιασημακόπουλος αναφέρει: «... εδείπνησα με την μακαρονάδα που με προσέφεραν οι φοιτηταί από το συσσίτιον της Λέσχης των»[18]. Κρατούμενοι στο στρατόπεδο ήταν επίσης και οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δημήτριος Καββάδας και Ιωάννης Ιμβριώτης.

Οι εκτελέσεις γίνονταν νωρίς το πρωί, πριν την πρωινή καταμέτρηση και το άνοιγμα των θαλάμων. Συνήθης τόπος εκτελέσεων, ειδικά όταν επρόκειτο να εκτελεστεί μικρός σχετικά αριθμός κρατουμένων, ήταν η παρακείμενη του στρατοπέδου τούμπα. Οι ανακοινώσεις των ονομάτων των μελλοθάνατων γίνονταν ξαφνικά, αλλά ήταν σχεδόν αναμενόμενες ως πολιτική αντιποίνων σε ενέργειες που στρέφονταν ενάντια στους Γερμανούς και τους συμμάχους και συνεργάτες τους, ή σε δολιοφθορές στις υποδομές τους. Προεικόνιση του επερχόμενου κακού αποτελούσε η εικόνα των εργατών που άνοιγαν λάκκους στην τούμπα την παραμονή των εκτελέσεων:

  • «Ο θάλαμός μας απόψε πενθεί. Η γωνιά της φιλολογικής μας συγκεντρώσεως δεν συνεγκέντρωσεν την τακτικήν παρέαν. Εμαζεύθησαν όμως άλλοι και με διαφόρους ομιλίας και αφηγήσεις προσπαθούν να χρωματίσουν λιγάκι την δυσθυμίαν για να απομακρυνθή ο πόνος που δοκιμάσαμε»[19].

Ο Γιασημακόπουλος παρατηρεί ότι τις εκτελέσεις ακολουθούσαν απολύσεις, κάτι που βοηθούσε μεν να ανέβει το ηθικό των κρατούμενων, προξενούσε δε ανυπομονησία:

  • «Όλος ο θάλαμος εώρτασε την απελευθέρωσιν των συντρόφων αυτών του πόνου. Παρόμοιαι στιγμαί αποτελούν τις μικρές χαρές της φυλακής, γίνονται δε αφορμαί να εκδηλωθούν πρώτον μεν αισθήματα χαράς διότι απελευθερούνται σύντροφοι, δεύτερον δε πόθοι διακαείς και περίλυπα παράπονα γιατί βραδύνει των απομενόντων η σειρά»[20].

Τις απολύσεις δε, τις ακολουθούσαν νέοι εγκλεισμοί.

 

«Σάββατον 22/7/44 ... Επίσης ο Τάκης Χατζηϊωάννου μου παρέδωκε μία φωτογραφία που με τράβηξε με το κόντακ του. Είναι εξαιρετικά επιτυχημένη και η γενειάδα μ’ εμφανίζει σαν έναν αποτραβηγμένο στα κτήματά του ξεπεσμένο λόρδο. Θα είναι μια ωραία ανάμνησις της φυλακίσεώς μου, η οποία να ιδούμε πότε και υπό ποίας συνθήκας πλέον θα λήξη» [21]

Ο Λεωνίδας Γιασημακόπουλος, αυτόπτης μάρτυρας, συγκρατούμενος και συμμέτοχος της κοινής μοίρας των εγκλείστων, μέσω του ημερολογίου του, εξασφαλίζει σε όλους, κρατούμενους και προσωπικό ένα διηνεκές μνημόσυνο. Την 19η Οκτωβρίου 1944 γράφει: «Βαρέθηκα πια και λαχτάρησα την λευθεριά μου. Δεν αντέχω πλέον. Εξηντλήθη η υπομονή μου. Μπροστά σ’ άλλους υποκρίνομαι και συνιστώ υπομονήν, φέρων εμαυτόν ως παράδειγμα. Σαν μένω όμως μόνος ξεσπάω. Μόνο ο ύπνος με κάνει να λησμονώ»[22]. Ήταν η τελευταία του νύχτα στο στρατόπεδο. Απελευθερώθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1944, δέκα μέρες πριν την είσοδο του ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη.

 

 

[1] Γιώργος Καφταντζής (επιμ.), Το ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης, 1941-1944, A΄ τόμος, Παρατηρητής, 1999, σ. 8.

[2] Marc Augé, Non-Places: An Introduction to Anthropology of Supermodernity, translated by John Howe, 1995.

[3] Καφταντζής, ό.π.,  σ. 7.

[4] Καφταντζής, ό.π.,  σ. 96.

[5] Ανδρέας Βενιανάκης, Δάγκουλας. Ο πρώτος δράκος της Θεσσαλονίκης. Συμβολή στη μελέτη των Ταγμάτων Ασφαλείας, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 130.

[6] Καφταντζής, ό.π.,  σ. 25

[7] Καφταντζής, ό.π.,  σ. 161.

[8] Καφταντζής, ό.π., σσ. 200-201.

[9] Ο π. Διονύσιος Χαραλάμπους, υπήρξε έγκλειστος στο στρατόπεδο “Παύλος Μελάς” από τις 28 Νοεμβρίου 1942 έως τις 31 Μαρτίου 944, οπότε μεταφέρθηκε με άλλους κρατούμενους στη Γερμανία, σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Έγραφε και εκείνος ημερολόγιο το οποίο έχει εκδοθεί με τον τίτλο: Μάρτυρες: διωγμοί 1942-1945, Αθήνα 1960. Επίσης πρβλ. Καφταντζής, ό.π., σ. 343.

[10] Καφταντζής, ό.π.,  σ. 136.

[11] Ε.Τσαούση, Σ.Τσινικόρη, «Ο ρόλος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στη Θεσσαλονίκη, μετά τη Γερμανική Κατοχή, (οργάνωση και κατανομή)», ανέκδοτη πτυχιακή εργασία Α.Τ.Ε.Ι.Θ., 2007-2008, σ. 49.

[12] Καφταντζής, ό.π., σ. 135.

[13] Καφταντζής, ό.π.,  σσ. 431-432.

[14] Καφταντζής, ό.π.,  σ. 293.

[15] Καφταντζής, ό.π.,  σ. 339.

[16] Αντώνης Σανουδάκης, Ράους. Στην κόλαση του Μελκ ο Κώστας Α. Ξεξάκης, Σύνδεσμος Φιλολόγων Ρεθύμνου, 1996, σ. 60

[17] Βασίλης Κ. Γούναρης, Πέτρος Παπαπολυβίου (επιμ.), Ο Φόρος του Αίματος στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Ξένη κυριαρχία - Αντίσταση και Επιβίωση, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 224, 233, 234.

[18] Καφταντζής, ό.π., σ. 302.

[19] Καφταντζής, ό.π., σ. 173.

[20] Καφταντζής, ό.π.,  σσ. 131-132.

[21] Καφταντζής Γιώργος, Το ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης, 1941-1944, Β΄ τόμος, Παρατηρητής, 1999,  σ. 127.

[22] Καφταντζής, ό.π., σ. 325.