• Τέχνη
  • Ελληνικές Ταινίες

Τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα στις ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους από το 1945 μέχρι το 1981

 
Γιώργος Ανδρίτσος

Εισαγωγή

Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μελέτης εξετάζονται οι ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους που προβλήθηκαν στους κινηματογράφους από την κινηματογραφική σεζόν 1944/1945 έως και τη σεζόν 1981/1982 και έχουν αναφορές στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα. Σκοπός της μελέτης είναι να ανιχνεύσει την ιστορική αφήγηση, η οποία διαμορφώνεται για τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα μέσα από τις εικόνες και το φιλμικό λόγο των ταινιών. Οι ταινίες αντιμετωπίζονται  ως μαρτυρίες για την εποχή τους και γίνεται προσπάθεια να συνδεθούν με το πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκαν.

Στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι του Βίωνα Παπαμιχάλη έχουμε την πρώτη αναφορά στη Μέρλιν και στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με μια περίληψη του σεναρίου, […...Οι Γερμανοί πιάνουν το μουσικό[….]Φριχτά βασανιστήρια στη Μέρλιν και στο Χαϊδάρι. Αντέχει[….]».[1] Η ταινία, που δυστυχώς δεν έχει σωθεί, μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την ιστορία μιας ομάδας νεαρών παιδιών που μπαίνουν στον αγώνα ενάντια στους κατακτητές και θυσιάζονται για την λευτεριά. Έχει μία θέση στην ιστορία του κινηματογράφου μας, καθώς σε αυτή πρωτοεμφανίστηκε η Έλλη Λαμπέτη και έγραψε πρώτη φορά μουσική για τον κινηματογράφο ο Μάνος Χατζιδάκις. Έκοψε 29.649 εισιτήρια στην Αθήνα και 13.743 στη Θεσσαλονίκη τη σεζόν 1946-1947.

Στην ταινία Το Ξυπόλητο Τάγμα του Ελληνοαμερικάνου Γκρεγκ Τάλλας, (Γρηγόρης Θαλασσινός), σε σενάριο του Νίκου Κατσιώτη, συναντήσαμε τη μοναδική αναφορά στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά. Ο μαυραγορίτης από τον οποίο έκλεψαν τα παιδιά το λάδι, ο Νίκος Φέρμας, στη διάρκεια ενός βομβαρδισμού εντοπίζει το λημέρι του ξυπόλητου τάγματος και καρφώνει τα παιδιά στους Γερμανούς, όμως η διερμηνέας του Γερμανού διοικητή που δουλεύει για την Αντίσταση ειδοποιεί τα παιδιά που φυγαδεύουν τον Αμερικάνο αεροπόρο που κρύβουν στο λημέρι τους και μεταφέρουν το λάδι σε ασφαλές σημείο. Ο μαυραγορίτης κυνηγάει τα παιδιά και τα απειλεί «[….]θα σας κλείσω όλους στου Παύλου Μελά[…..]». Η ταινία επικεντρώνεται στην παρουσίαση της καθημερινής ζωής και ζωντανεύει τον τρόμο και την πείνα της Κατοχής,  παρουσιάζοντας την Κατοχή «από τα κάτω» και μας δίνει τον τρόπο με τον οποίο οι απλοί άνθρωποι προσπάθησαν να επιβιώσουν, ξεφεύγοντας από τη ρητορεία και το μελοδραματισμό των περισσότερων ταινιών για την Κατοχή και την Αντίσταση. Είναι η πιο πετυχημένη αναπαράσταση στον ελληνικό κινηματογράφο της δράσης των σαλταδόρων και θα θύμισε σε πολλούς τα αμούστακα παιδιά που οργάνωναν πραγματικές επιχειρήσεις σε βάρος των κατακτητών και συντηρούσαν με αυτό τον τρόπο τις οικογένειές τους. .Είναι η πρώτη ελληνική ταινία που τιμήθηκε με διεθνές βραβείο, το χρυσό βραβείο «Ντέιβιντ Ο΄ Σέλζνικ» στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Εδιμβούργου το 1954 και ήταν υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.[2] Κατατάχτηκε 3η ανάμεσα σε 21 ταινίες τη σεζόν 1953-1954 με 85.394 εισιτήρια.[3]

Μια αναφορά στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου γίνεται στην ταινία Η Αυγή Του Θριάμβου του ο Φίλιππου Φυλακτού, που έγραψε και το σενάριο μαζί με τον Γιάννη Ιωαννίδη. Μετά τη σύλληψη των σαμποτέρ σε ένα μπλόκο ένας διερμηνέας των Γερμανών εκφράζει το σκεπτικό με το οποίο δικαιολογούσαν οι κατακτητές τα αντίποινα «[…..]Είναι δυσάρεστο να σκοτώνουμε αθώους, αλλά το σφάλμα δεν είναι δικό μας. Είναι μεγάλο σφάλμα να θεωρούν μερικοί σαμποτέρ πως θα εμποδίσουν τη νίκη του τρίτου Ράιχ. Φυσικά δεν είναι τόσο γενναίοι για να παρουσιαστούν οι ίδιοι και έτσι παίρνουμε εσάς από τις οικογένειές σας[….]» και ανακοινώνει στους συλληφθέντες πως οι μισοί θα εκτελεστούν, ενώ οι άλλοι θα οδηγηθούν στο Χαϊδάρι και μετά σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

 Η ταινία αναπαράγει όλους τους κοινούς τόπους της κινηματογραφικής μυθολογίας για την Κατοχή, παρουσιάζοντας απίθανα κατορθώματα των σαμποτέρ με έναν τρόπο που προκαλεί την νοημοσύνη των θεατών. Κινούμαστε στη σφαίρα του υπερφυσικού, καθώς οι σαμποτέρ είναι άτρωτοι και δεν τους αγγίζουν οι σφαίρες. Ο τρόπος παρουσίασης της Αντίστασης αλλά και ο ισχυρισμός του σκηνοθέτη ότι η ταινία βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του Σταματίου στην Αυγή: «[…..]Απ΄ όσο ξέρει ο υποφαινόμενος που έζησε την κατοχή εδώ πέρα Έλληνες «βατραχάνθρωποι» δεν ανατίναξαν –και απανωτά μάλιστα- τεράστια γερμανικά πλοία στο λιμάνι του Πειραιά. Γιατί λοιπόν να εφευρίσκουμε «κατορθώματα», τη στιγμή που η αληθινή ιστορία της κατοχής και της Αντίστασης είναι γεμάτη από αληθινά[…..]».[4]  Κατατάχτηκε 24η ανάμεσα σε 58 ταινίες τη σεζόν 1960-1961 με 21.640 εισιτήρια.

Το 1964 ο Φάνης Καμπάνης προανήγγειλε την ταινία «Έλληνες» του Τάκη Κανελλόπουλου με θέμα την «[…..]πάνσεπτη μορφή του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, του παλληκαριού που νίκησε τον θάνατο και έφτυσε κατάμουτρα με τη θυσία του-μαζί με τους 200 ήρωες της Καισαριανής- τη σιδερόφραχτη ισχύ των Γερμανών κατακτητών[….].» και σχολίαζε «[….]Ανάμεσα στις πρώτες έρχεται η χώρα μας σε αριθμό ταινιών[….]τι γίνηκε ο σεμνός ήρωας της Αλβανίας; Πού βρίσκεται ο πατριώτης που πολέμησε με λύσσα τον ξένο φασισμό; Πού κρύφτηκαν τα εκατομμύρια των εργαζόμενων που παλεύουν νυχτοήμερα για ένα κομμάτι πικρό ψωμί;[…].Υλικό που μπορεί να καλύψει χιλιάδες ταινίες, γνήσια ελληνικές. Ας μην ξεχνούν οι Έλληνες κινηματογραφιστές την απήχηση που είχαν οι ταινίες «Το νησί των γενναίων», ο «Ουρανός», το «Πικρό ψωμί»[….]Έφτασε ο καιρός που η Ελλάδα πρέπει να μπει στην ελληνική οθόνη[…]».[5] Η ταινία δεν γυρίστηκε, γιατί η χαλάρωση της λογοκρισίας, μετά την άνοδο στην εξουσία της Ένωσης Κέντρου, αποτέλεσε ένα σύντομο διάλειμμα. Ακυρώθηκε από την κρίση που ξέσπασε τον Ιούλιο του 1965 και οδήγησε τελικά το 1967 στην επιβολή της δικτατορίας. Χρειάστηκε να περάσουν 53 χρόνια για να γυριστεί μια ταινία για τον Σουκατζίδη, Το Τελευταίο Σημείωμα του Παντελή Βούλγαρη.[6]

Στην ταινία Το Μπλόκο του Άδωνι Κύρου, σε σενάριο Γεράσιμου Σταύρου, γίνεται μια έμμεση αναφορά στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Μετά την εκτέλεση των μελών του ΕΑΜ οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους φεύγουν παίρνοντας τους άντρες όμηρους, ενώ οι γυναίκες κλαμένες πλησιάζουν τους εκτελεσμένους. Η ταινία είναι η πρώτη που επικεντρώνεται στην Αντίσταση και παρουσιάζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Αριστεράς, μέσα από ένα γεγονός που είχε χαραχτεί στη λαϊκή μνήμη, το μπλόκο της Κοκκινιάς στις 17 Αυγούστου 1944, στο οποίο οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες εκτέλεσαν 150 μέλη του ΕΑΜ και πήραν χιλιάδες όμηρους στο Χαϊδάρι. Η ταινία είναι πιστή στην αναπαράσταση του μπλόκου, με εξαίρεση το γεγονός ότι αποσιωπά τον πρωτεύοντα ρόλο των «τσολιάδων» των Ταγμάτων Ασφαλείας.4 Η απέσπασε στην έκτη εβδομάδα ελληνικού κινηματογράφου το 1965 μόνο μια τιμητική διάκριση για τον Κύρου, μολονότι θεωρούνταν το μεγάλο φαβορί για τα βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και μουσικής.8 Κατατάχτηκε 36η ανάμεσα σε 101 ταινίες τη σεζόν 1965-1966, με 165.426 εισιτήρια.

Η ταινία του Ηλία Μαχαίρα, σε σενάριο του Αλέξη Πάρνη, Χαϊδάρι Ώρα 3:30 Αποδράσετε είναι η μοναδική ταινία που επικεντρώνει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών στην Ελλάδα. Αφηγείται μια φανταστική και δύσκολα πιστευτή επιχείρηση απελευθέρωσης κρατουμένων στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου από τις «εθνικές ομάδες αντίστασης». Η διαφημιστική καταχώριση τονίζει: «Η ταινία καταπέλτης. Βγαλμένη από τη θρυλική Αντίσταση των ηρώων της κατοχής[….]Συμμετέχουν αι ένοπλοι δυνάμεις[….]γυρίστηκε στα ίδια μέρη που πότισαν με το αίμα τους χιλιάδες Έλληνες πατριώται. Χαϊδάρι το Νταχάου της Ελλάδος. Μάνδρα–Σκοπευτήριο-Μέρλιν».[7]

Ένας αξιωματικός, ο Στέφανος Στρατηγός. παίρνει σήμα από το Κάιρο να οργανώσει την απόδραση ενός συνταγματάρχη, ο Λαυρέντης Διανέλλος. Ζητά από το Κάιρο να παραπλανήσει τους Γερμανούς. Το ράδιο μεταδίδει χαιρετισμό του «διοικητή των ένδοξων κομάντος της κατεχόμενης Ελλάδας στους μαχητές που πολεμούν το ναζισμό». Ο Κέλερ, διοικητής στο Χαϊδάρι, απειλεί το συνταγματάρχη ότι θα τον στείλει στη Μέρλιν. Όμως οι άνδρες του αξιωματικού, ντυμένοι Γερμανοί, ελευθερώνουν τον συνταγματάρχη. Μετά από μια έκρηξη οι Γερμανοί κυκλώνουν την αποθήκη της αντιστασιακής ομάδας του αξιωματικού. Εκείνος καλύπτει τους άλλους και συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς. Ένας Γερμανός αξιωματικός, ο Χανς, προτείνει στο αξιωματικό, που ήταν γνωστός πυγμάχος, να πάρει μέρος σε αγώνα πυγμαχίας με ένα ποινικό και του χαρίζει 10 μέρες ζωής για κάθε ματς. Ο συνταγματάρχης μαθαίνει από μια γυναίκα που συνεργάζεται με τους Γερμανούς για να αποσπά πληροφορίες για την Αντίσταση ότι ο Κέλερ ψάχνει κάποιον για να πυγμαχήσει με τον αξιωματικό και καταστρώνει σχέδιο απελευθέρωσης των κρατούμενων στο Χαϊδάρι. Στήνει καβγά ενός αγωνιστή, ο Κώστας Κακαβάς, σε ένα νυχτερινό κέντρο, για να συλληφθεί και να περάσει στη φυλακή το σχεδιάγραμμα του στρατοπέδου, γιατί οι «κατακόμβες» έχουν υπονομευτεί. Στο στρατόπεδο ένας σαδιστής αξιωματικός κάνει συλλογή με ενθύμια από τα θύματα της εγκληματικής δράσης του Φωτογραφίζεται με έναν κρατούμενο και λέει: «Όταν σε εκτελέσω, θα κρεμάσω τη μπλούζα σου στη συλλογή μαζί με τον Πολωνό γιατρό και την μπαλαρίνα από την Πράγα». Μεταφερόμαστε στον αγώνα μποξ. Ο νικητής θα ελευθερωθεί, ενώ ο ηττημένος θα εκτελεστεί. Ο Κακαβάς χάνει για να περάσει το σχεδιάγραμμα στη φυλακή. Απενεργοποιεί τα εκρηκτικά που έχουν βάλει οι Γερμανοί, ενώ οι υπόλοιποι κρατούμενοι τραγουδάνε «Στη στεριά δε ζει το ψάρι». Τη στιγμή που οι Γερμανοί οδηγούν τον Κακαβά για εκτέλεση, επιτίθεται μία μεγάλη ομάδα ενόπλων με επικεφαλής τον συνταγματάρχη. Ο Κέλερ πέφτει στα χέρια των κρατουμένων. Ένας Γερμανός πυροβολεί τον Κακαβά και τον σκοτώνει. Οι ένοπλοι φεύγουν παίρνοντας το πτώμα του Κακαβά με υπόκρουση μελαγχολική μουσική.

Στα Θεάματα διαβάζουμε: «[…..]Η εθνική αντίστασις που ξεπήδησε από την παλικαριά και τη φιλοπατρία των Ελλήνων αφήνει έκπληκτους τους Γερμανούς, οι οποίοι με βασανιστήρια και κατακόμβες, με σκληρά και απάνθρωπα μέσα προσπαθούν να κάμψουν το ηθικό των Ελλήνων αιχμαλώτων. Οι μάχες που διεξάγονται στο ελληνικό Νταχάου, όπως αποκαλείται το Χαϊδάρι, για την απόδρασιν όλων των κρατουμένων με επικεφαλής τον ταγματάρχη, έχουν δοθή από το σκηνοθέτη με τόση παραστατικότητα, ώστε νομίζει κανείς ότι ζη εκείνη τη στιγμή το δράμα της εποχής εκείνης[…..]ταινία που ευχαρίστως βλέπουν οι παλαιοί για να θυμούνται τα μαύρα χρόνια της κατοχής και οι νέοι για να παραδειγματίζωνται από την ανδρεία και το θάρρος των Ελλήνων[…..]».[8] Κατατάχτηκε 63η ανάμεσα σε 99 ταινίες τη σεζόν 1967-1968 με 73.135 εισιτήρια.

Μια μικρή αναφορά στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου γίνεται στο μελόδραμα του Γιώργου Λόη, σε σενάριο της Πόπης Παλασοπούλου, Αφροδίτη το κορίτσι που πόνεσε. Μια γυναίκα αρνείται να πουλήσει ένα σπίτι σε ένα μαυραγορίτη για πέντε τενεκέδες λάδι, γιατί το έχει δώσει σε «[….]μία φουκαριάρα που ο άντρας της εκτελέστηκε στο Χαϊδάρ[…..]ι». Κατατάχτηκε 104η ανάμεσα σε 108 ταινίες τη σεζόν 1968-1969 με 8.063 εισιτήρια.

Σε τρεις ταινίες που γυρίστηκαν μέσα στη χούντα έχουμε αναφορές στα βασανιστήρια στη Μέρλιν. Στο μελόδραμα Το κουρέλι της ζωής του Γιώργου Παπακώστα μια Ελληνίδα Εβραία, η Μάρθα Βούρτση, που ήταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, επιστρέφει, αγνώριστη από τις κακουχίες, στην Αθήνα το 1952. Ρωτάει μια παλιά γειτόνισσα για την ξαδέλφη της. «[…..]Ένα πρωινό κάλεσαν τον άνδρα της. Όλοι όσοι κάνανε την κουταμάρα να πάνε, τους κλείσαν εκεί. Την ίδια μέρα ήρθαν και την κλείσανε εδώ[.….]Ο άνδρας μου τη φυγάδευσε[….]Οι ναζί τον πιάσανε. Τον κλείσανε στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν[….]Πέθανε από τα βασανιστήρια[….]». Κατατάχτηκε 63η ανάμεσα σε 108 ταινίες τη σεζόν 1968-1969 με 86.704 εισιτήρια. Στο μελόδραμα του Οδυσσέα Κωστελέτου, σε σενάριο του Βασίλη Ανδρεόπουλου, Το όνειρο της Κυριακής ένας αντιστασιακός κατηγορεί μετά από πολλά χρόνια ένα μέλος της αντιστασιακής του ομάδας για το θάνατο της γυναίκας του το 1943. «…..Ένα σημαντικό πρόσωπο της αντιστάσεως, αξιωματικός στον πόλεμο, έπρεπε να φυγαδευτεί στο βουνό[….]έπρεπε να τον συνοδεύσουμε. Έβαλε την Έλενα στη λοταρία, γιατί αρνήθηκε τον έρωτά του[….]Την πιάσανε οι Γερμανοί. Τη στήσανε στον τοίχο». Όμως μία γυναίκα που ήταν στην ομάδα φανερώνει την αλήθεια. «[…..]Η Έλενα επέμενε να μπει στην κλήρωση[…..]έπεσα σε γερμανικό μπλόκο. Με πήγαν στην Μέρλιν[….]άκουγα τις κραυγές των άλλων πατριωτών[…].Μου σπάσαν τα πόδια[…]Εγώ τους πρόδωσα[…].Ύστερα μ΄ έστειλαν στο Νταχάου[.…]».Κατατάχτηκε 34η ανάμεσα σε 87 ταινίες τη σεζόν 1970-1971 με 175.170 εισιτήρια. Τέλος στην ταινία αντικομουνιστικής προπαγάνδας του Ερρίκου Ανδρέου, σε σενάριο του Βασίλη Μανουσάκη και της Άννας Παπαγεωργίου, Δώστε τα χέρια στη δίκη του καπετάν Πόταγα το 1949 ένας μάρτυρας που έχασε τα χέρια του στα υπόγεια της Μέρλιν, βλέποντας την φωτογραφία ενός καταδιωκόμενου αριστερού λέει ότι στην Κατοχή ήταν «[….]Καταδότης των Γερμανών. Αυτός με βασάνιζε[….]». Κατατάχτηκε 21η ανάμεσα σε 90 ταινίες τη σεζόν 1971-1972 με 200.238 εισιτήρια.

Στην ταινία του Τάκη Βουγιουκλάκη και του Νίκου Φώσκολου Δεκαεπτά σφαίρες για έναν άγγελο, σε σενάριο του Νίκου Φώσκολου, γίνεται μια εκτεταμένη αναφορά στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Όταν η μητέρα της Ηρώς Κωνσταντοπούλου, η Γκέλυ Μαυροπούλου, μετά την δεύτερη σύλληψη της κόρης της, η Μαίρη Βιδάλη, παρακαλεί τον Γερμανό διοικητή να την απελευθερώσει, εκείνος αρνείται γιατί «[….]Τόσες βδομάδες στο Χαϊδάρι στην απομόνωση κάθε μέρα μας δημιουργεί φασαρίες. Βρίζει τους δεσμοφύλακες των SS, χύνει το συσσίτιό της[…..]Φωνάζει και ξεσηκώνει τους κρατούμενους. Προχτές έκοψε με τα δόντια της το καλώδιο του ηλεκτρικού και φώναζε στους άλλους κρατούμενους να κόψουν το σύρμα και να δραπετέψουν. Άλλα δέκα κορίτσια να υπήρχαν σαν κι αυτή, θα καθόμασταν σε αναμμένα κάρβουνα[…..]». Όμως μητέρα τον εξαγοράζει, δίνοντάς του χρυσές λίρες και εκείνος και υπόσχεται πως θα βοηθήσει για χάρη των παιδιών του. «[….]Ο ένας έπεσε στο Στάλινγκραντ. Ο άλλος στο υποβρύχιο στο βάθος του Ατλαντικού[…]». Η δράση μεταφέρεται στο Χαϊδάρι. Οι κρατούμενες πληροφορούνται πως θα πάρουν πενήντα άτομα για εκτέλεση. Από το θάλαμό τους θα πάρουν μονάχα μια. Η Λέλα Καραγιάννη, η Όλγα Πολίτου, «η μεγάλη ηρωίδα που είναι καταδικασμένη σε θάνατο», τους ανακοινώνει πως «[….]θα πάρουν από εσάς την πιο μεγάλη σε θάρρος, την πιο μικρή στα χρόνια…..]». Αγκαλιάζει την Ηρώ. «[….]Θα ΄θελα να σου πω το μεγάλο μπράβο, το μεγαλύτερο σαν να ΄μουν μητέρα σου. Στάσου πιο όρθια απ΄ ότι στεκόσουν μέχρι τώρα. Η ζωή σου αρχίζει αύριο. Ο λαός σου δεν θα σε ξεχάσει ποτέ. Τα αυριανά νιάτα θα σε θυμούνται πάντα με καμάρι και θα ακολουθήσουν τα βήματά σου{…..]». Ο γιατρός που είναι ερωτευμένος με την Ηρώ βρίσκει τον επικεφαλής της αντιστασιακής ομάδας της Ηρώς, που σημειωτέον είναι μηχανικός προβολής, ο Γιώργος Φούντας, και αποφασίζουν να τη σώσουν. Βλέπουμε το καμιόνι με τις μελλοθάνατες να διασχίζει την πόλη με υπόκρουση το τραγούδι «υπομονή, υπομονή/καρτέρι το καρτέρι/και τούτος ο Σεπτέμβριος/τη λευτεριά θα φέρει». Την ίδια στιγμή η ομάδα αποδεκατίζεται σε συμπλοκή με τους Γερμανούς. Ο επικεφαλής της ομάδας ξεψυχώντας, λέει στον γιατρό . «[…]Πολέμα! Δεν σου έχουν αφήσει άλλο δρόμο[…..]». Στο σκοπευτήριο το πολυβόλο γαζώνει την Ηρώ. Σε μία απίθανη σκηνή ο γιατρός γαζώνει τον πολυβολητή. Στην οθόνη διαβάζουμε: «Η Ηρώ έπεσε στα 17 της χρόνια με 17 σφαίρες για μία πατρίδα λεύτερη και πιο μεγάλη για έναν κόσμο καλύτερο και χωρίς πολέμους. 35 χρόνια μετά τη θυσία της ο κόσμος είναι χειρότερος, ο πόλεμος αγριότερος και η πατρίδα κινδυνεύει να γίνει μικρότερη. Κι οι νέες γενιές συνεχίζουν να ζουν τον εφιάλτη και να αγωνίζονται».

Η ταινία σύμφωνα με τη διαφημιστική καταχώριση «[….]αναφέρεται στη ζωή της Ηρώς Κωνσταντοπούλου που θυσιάστηκε μεταξύ των πρώτων κατά το διάστημα της γερμανικής κατοχής[….]ζωντανεύει αντικειμενικά την Αντίσταση του Ελληνικού Λαού»[9]. Πρέπει να σημειώσουμε πως στην εισαγωγή παρουσιάζεται η Ελένη Κωνσταντοπούλου, η μητέρα της Ηρώς Κωνσταντοπούλου, η οποία τονίζει πως «Η ταινία που θα παρακολουθήσετε είναι αληθινή. Η Ηρώ ήταν το μοναχοπαίδι μου». Είναι φανερό πως ο σκηνοθέτης επιδιώκει να δώσει στην ταινία την αξία δίνοντας ιστορικού ντοκουμέντου.

 Ο τρόπος παρουσίασης της Αντίστασης προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του Δανίκα στο Ριζοσπάστη: «[…..]Αναμφίβολα ακόμα και για τους απλούς θεατές το φιλμ που επαγγέλλεται την αναβίωση της ηρωικής φυσιογνωμίας της Επονίτισας Ηρώς Κωνσταντοπούλου (να υπογραμμίσουμε αυτό, γιατί οι κατασκευαστές της ταινίας το ξέχασαν σκόπιμα) δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ιδεολογική και «πολιτιστική» έκφραση της άρχουσας τάξης[…..]δεν είναι μόνο το πολιτικό πρόβλημα: Ότι δηλαδή αποσιωπάται ο φορέας της αληθινής Αντίστασης, ότι λογοκρίνονται ιστορικά γεγονότα, οργανώσεις, μια ολόκληρη ιστορία. Είναι ότι δείχνοντας αυτή τη συγκεκριμένη ομάδα «αντιστασιακών» να κάνουν αυτές τις απιθανότητες, να συμπεριφέρονται σαν κομπάρσοι τρίτης κατηγορίας[…..]να αναπαραγάγουν όλες τις άθλιες συνταγές των υποπροϊόντων του θεάματος, όχι μόνο υποβιβάζουν, αλλά στην πραγματικότητα γελοιοποιούν το πνεύμα της Εθνικής Αντίστασης[…..]».[10]Στο ίδιο πνεύμα ο Σταματίου υπογράμμισε στα Νέα τη χαμηλή ποιότητα της ταινίας: «[…..]ανατριχιαστική και αναχρονιστική «σηριαλοποίηση» της Αντίστασης[….]που μας γυρίζει δέκα χρόνια πίσω στο επίπεδο του «Άγνωστου πολέμου» (που τόσο άρεσε στον τώρα έγκλειστο στον Κορυδαλλό παρανοϊκό δικτάτορα). Θα είχε το δικαίωμα να υποθέσει κανείς πως η τηλεοπτική «δραματουργία» αυτού του στυλ, η δημαγωγικά «πατριωτική» και κραυγαλέα συγκινησιακή, θα είχε λήξει μαζί με την «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών»[….] αυτό το δείγμα «Δεξιάς κουλτούρας» που χρηματοδότησε με τα λεφτά και των Αριστερών φορολογούμενων το κρατικό «Κέντρο Κινηματογράφου» μ΄ έκανε να λυπηθώ και να ντραπώ[…..]κινδυνεύουμε να το δει κανείς Ευρωπαίος επίσημος και να μας πετάξουν ως πνευματικά ανώριμους, έξω από την Κοινή Αγορά- ακόμα δεν μπήκαμε[….]».[11]Κατατάχτηκε 9η ανάμεσα σε 25 ταινίες τη σεζόν 1980-1981 με 135.336 εισιτήρια.

Την χρονική περίοδο από το 1945 μέχρι το 1981 γυρίστηκαν πολλές ταινίες που επικέντρωναν ή είχαν αναφορές στην Κατοχή και στην Αντίσταση. Συγκεκριμένα από τις 1.732 ταινίες που γυρίστηκαν 180 έχουν αναφορές σε αυτή την κρίσιμη περίοδο.[12] Αυτό δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, καθώς ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αποτέλεσε το θέμα πολλών ταινιών στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ.[13]

Οι Γερμανοί κατακτητές έχουν τη μερίδα του λέοντος στις ελληνικές ταινίες για την Κατοχή και την Αντίσταση που γυρίστηκαν από το 1945 μέχρι το 1981.[14] Ο πρωταγωνιστικός ρόλος τους είναι δικαιολογημένος, καθώς αυτοί νίκησαν τον ελληνικό στρατό και είχαν τον τελευταίο λόγο στα ζητήματα που αφορούσαν την κατεχόμενη Ελλάδα. Κράτησαν κάτω από τον έλεγχό τους τα τρία μεγάλα αστικά κέντρα και μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Mussolini το 1943, αντικατέστησαν τους Ιταλούς στην υπόλοιπη χώρα, ενώ η βουλγαρική Κατοχή περιορίστηκε σε μια σχετικά μικρή περιοχή, η οποία βρισκόταν μακριά από την πρωτεύουσα[15]

Οι Γερμανοί, με λιγοστές εξαιρέσεις, παρουσιάζονται στις ελληνικές ταινίες σκληροί και απάνθρωποι. Σε πολλές ταινίες εκτελούν αμάχους σε αντίποινα για τη δράση των ανταρτών και δεν διστάζουν να δολοφονήσουν εν ψυχρώ ακόμα και μικρά παιδιά, ενώ υποβάλλουν τους κρατούμενους σε φριχτά βασανιστήρια. Η παρουσίαση των Γερμανών δεν παραμένει σταθερή αλλά υπάρχουν διαφοροποιήσεις με το πέρασμα του χρόνου και τις αλλαγές που γίνονται στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.

Σε τέσσερεις ταινίες γίνονται αναφορές στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν στο Κολωνάκι, όπου έδρευε το αρχηγείο των SS στην Αθήνα. Εκεί οδηγούνταν όσοι συλλαμβάνονταν από την Γκεστάπο για να ανακριθούν και να βασανιστούν. Σε έξι ταινίες, γίνονται αναφορές στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Το στρατόπεδο διοικούνταν από τα SS και λειτούργησε σαν κέντρο μεταγωγών των Ελλήνων Εβραίων, ενώ στέγαζε αιχμαλώτους που θα στέλνονταν για ανάκριση και ομήρους που θα εκτελούνταν. Μετατράπηκε στο απόλυτο σύμβολο της βίας των Γερμανών κατακτητών, οι οποίοι διέδιδαν φρικιαστικές ιστορίες για τα βασανιστήρια των κρατούμενων, για να κάμψουν το ηθικό των Ελλήνων. Η τρομερή του φήμη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο διοικητή του στρατοπέδου από τις 29 Νοεμβρίου του 1943 μέχρι τα τέλη του Φεβρουαρίου του 1944, τον τέως στρατοπεδάρχη του Κιέβου, ταγματάρχη των SS Πάουλ Ραντμόσκι που έμεινε διαβόητος για την αγριότητά του.[16] Μόνο σε μια ταινία γίνεται αναφορά στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης, που λειτούργησε κάτω από ελληνική διοίκηση από την άνοιξη του 1941 μέχρι τις 21 Οκτωβρίου 1944.

Οι ταινίες που γυρίστηκαν μέχρι το 1948 παρουσιάζουν με μελανά χρώματα τους Γερμανούς και επικεντρώνουν στα εγκλήματά τους. Στην περίπτωσή μας είναι χαρακτηριστική η ταινία Αδούλωτου Σκλάβοι που αναφέρεται στη Μέρλιν και στο Χαϊδάρι. Μετά την έναρξη του Ψυχρού Πόλεμου περιορίζεται σημαντικά ο αριθμός των ταινιών που αναφέρονται στην Κατοχή και αποσιωπώνται τα γερμανικά εγκλήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτά τα χρόνια υπάρχει μόνο μια μικρή αναφορά στα ναζιστικά στρατόπεδα στο Ξυπόλητο Τάγμα. Στο κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, τα ναζιστικά εγκλήματα υποβαθμίστηκαν συνειδητά, γιατί προκαλούσαν προβλήματα στην ατλαντική συμμαχία. Οι Γερμανοί δεν ήταν πια εχθροί αλλά πολύτιμοι σύμμαχοι στον αγώνα ενάντια στο νέο εχθρό, το «σοβιετικό ολοκληρωτισμό».

Χαρακτηριστικά το 1951 το υπουργείο Εξωτερικών συνιστούσε «[…] τον μετριασμό του αντιγερμανικού τόνου των αντιστασιακών ταινιών, και αν αυτό δεν είναι δυνατόν την αποφυγήν της προβολής αυτών εις το εξωτερικόν […]»,[17] ενώ το 1952 τόνιζε πως «[…] ο Πρέσβυς της Γερμανίας επέσυρε την ημετέραν προσοχήν επί της ατυχεστάτης εν Γερμανία απηχήσεως προσφάτου ελληνικής κινηματογραφικής ταινίας απεικονιζούσης επεισόδια της εν Ελλάδι γερμανικής κατοχής […]», αναφέροντας ότι «[…] δριμύ ανθελληνικόν άρθρον εδημοσιεύθη εξ αφορμής αυτού εις εικονογραφημένον γερμανικόν περιοδικόν […]» και πρότεινε να εξεταστεί «[…] κατά πόσον θα ήτο δυνατόν να αποσυρθή της κυκλοφορίας η εν λόγω ταινία ή τουλάχιστον ν’ αποφευχθή εις το μέλλον η εξιστόρησις αναλόγων θεαμάτων», καθώς «είναι ανάγκη προς το ελληνικό συμφέρον να παύση η αναμόχλευσις του παρελθόντος […]», διότι «[…] αποβλέπομεν ήδη εις την Γερμανικήν συνεργασίαν με την ομάδαν των Δημοκρατικών Χωρών δια την άμυναν της Ευρώπης […]».[18]

Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει στα τέλη της δεκαετίας του ΄50 με ταινίες που έκαναν αναφορές στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών, στα βασανιστήρια και στις μαζικές εκτελέσεις. Μάλιστα, η πρεσβεία της Δυτικής Γερμανίας ενοχλούταν από τις ταινίες, που παρουσίαζαν τους Γερμανούς «σχεδόν χωρίς εξαίρεση ως παλιάνθρωπους» και είχαν σκηνές βασανισμών και εκτελέσεων. Ο πρέσβης Gebhard Seelos τόνιζε στις 29 Οκτωβρίου 1959, αναφερόμενος στην ταινία Το Νησί Των Γενναίων, πως ταινίες που «[…] επαναφέρουν ένα δυσάρεστο παρελθόν στη συνείδηση του θεατή, δεν συνάδουν με τις προσπάθειες της ΟΔΓ να βοηθήσει οικονομικά την Ελλάδα και να καλλιεργήσει φιλικές σχέσεις […]».[19]

Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 και ιδίως στο σύντομο «δημοκρατικό διάλειμμα» από το 1963 μέχρι το 1966 γυρίστηκαν ταινίες που προέβαλλαν με ακόμα μεγαλύτερη ένταση τα γερμανικά εγκλήματα, συνδέοντάς τα με τη ναζιστική ιδεολογία. Αυτά την περίοδο γυρίστηκαν δυο ταινίες με αναφορές στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Η παρουσίαση των Γερμανών ερχόταν σε αντίθεση με την επίσημη πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία συνέχιζε την πολιτική της υποβάθμισης των γερμανικών εγκλημάτων για να οικοδομήσει σχέσεις φιλίας με τη σύμμαχο Δυτική Γερμανία. Οι σκηνοθέτες των περισσότερων από τις ταινίες αυτές προέρχονταν από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Εξάλλου, μέχρι το 1967 η αναφορά στα ναζιστικά εγκλήματα και στις διώξεις των Εβραίων αποτελούσε κεντρική πολιτική επιλογή της κομμουνιστικής αριστεράς. Χαρακτηριστικά, το αμερικάνικο κομμουνιστικό κόμμα συμβούλευε το 1955 τα μέλη του ότι στην επιχειρηματολογία ενάντια στην στρατιωτικοποίηση της Γερμανίας είναι απολύτως απαραίτητο «[…] να υπενθυμίζουν τις τραγικές εμπειρίες του τελευταίου πολέμου, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους θαλάμους αερίων και να επαναλαμβάνουν τα συνθήματα «Δεν ξεχνώ το Μπούχενβαλντ και το Νταχάου», «Δεν ξεχνώ τα έξι εκατομμύρια νεκρούς» […]». [20]

Μέσα στη Χούντα πληθαίνουν οι αναφορές στους Γερμανούς. Πολλές ταινίες επικεντρώνουν στις γερμανικές αγριότητες, αποσυνδέοντάς τες όμως από τη ναζιστική ιδεολογία. Είναι ενδιαφέρον πως γυρίζονται ταινίες που παρουσιάζουν τους Γερμανούς ως κοινούς εγκληματίες, τονίζοντας την υπεροχή των Ελλήνων απέναντι στους βάρβαρους κατακτητές.[21] Αυτή την περίοδο έχουμε τρεις ταινίες με αναφορές στη Μέρλιν και δύο με αναφορές στο Χαϊδάρι. Η παρουσίαση των Γερμανών, που θα περιμέναμε πως θα προκαλούσε την αντίδραση της παντοδύναμης λογοκρισίας, γίνεται ανεκτή, αν δεν ενισχύεται από καθεστώς των συνταγματαρχών, ίσως λόγω της στάσης της Δυτικής Γερμανίας, που ασκούσε κάποιες πιέσεις στο καθεστώς και παραχωρούσε πολιτικό άσυλο σε αντιπάλους της χούντας, επιτρέποντάς τους να συνεχίζουν τη δράση τους.[22]

Μετά τη Μεταπολίτευση περιορίζονται οι αναφορές στους Γερμανούς κατακτητές, καθώς μειώνεται δραστικά ο αριθμός των ταινιών για την Κατοχή. Μόνο σε ταινία συναντήσαμε αναφορές στα ναζιστικά στρατόπεδα. Σε ένα καθεστώς πρωτοφανούς ελευθερίας, μετά από τον ασφυχτικό έλεγχο της λογοκρισίας από την απελευθέρωση μέχρι την πτώση της Χούντας, για πρώτη φορά γυρίστηκαν ταινίες που προβάλλουν την αφήγηση της Αριστεράς για τη δεκαετία του ΄40. Σε αντίθεση με τις ταινίες που γυρίστηκαν μέχρι το 1974, οι οποίες επικεντρώνονταν στην Κατοχή και αποσιωπούσαν τις εμφύλιες συγκρούσεις, με εξαίρεση τις εμφυλιοπολεμικές ταινίες της Χούντας, γυρίζονται για πρώτη φορά ταινίες, οι οποίες τοποθετούν σε δεύτερη μοίρα την Κατοχή και ρίχνουν το κέντρο βάρους στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο.[23]

 

[1] Κινηματογραφικός Αστήρ, τ. 569 31/3/1946.

[2] Κώστας Γούτος & Κων/νος Νούλας, Λεξικό Σκηνοθετών Ελληνικού Κινηματογράφου, Αιγόκερως, Αθήνα 1996, σ. 247.

[3] Τα στοιχεία για τα εισιτήρια προέρχονται από το περιοδικό Κινηματογραφικός Αστήρ και από το βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου. Πρέπει να τονίσω ότι είναι τα εισιτήρια που έκοψαν οι ταινίες στους κινηματογράφους πρώτης προβολής Αθηνών, Πειραιώς και Προαστίων. Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία για τα εισιτήρια που έκαναν οι ταινίες στους κινηματογράφους δεύτερης προβολής και στην επαρχία.

[4] Κώστας Σταματίου, «Ο Κινηματογράφος», Η Αυγή 4/1/1961.

[5] Φάνης Καμπάνης, «Πότε θα δούμε Ελλάδα στην ελληνική οθόνη;», Η Αυγή 15/3/1964.

[6] Αξίζει να γίνει αναφορά στην ιστορία του Σουκατζίδη. Κρατιόταν στη φυλακή από την εποχή της 4ης Αυγούστου και ο διοικητής του Χαϊδαρίου τον χρησιμοποιούσε ως διερμηνέα. Όταν κληρώθηκε για εκτέλεση, ο διοικητής του στρατοπέδου, Καρλ Φίσερ, πρότεινε να τον αντικαταστήσει με έναν άλλο, όμως εκείνος προτίμησε να εκτελεστεί μαζί με τους συντρόφους του.

[7]Τα Θεάματα, τ. 222 30/11/1967 & 226 17/2/1968.

[8] «Οι νέες ταινίες», Τα Θεάματα, τ. 229 21/4/1968, σ. 64.

[9] Η Αυγή 11/1/1981 & Τα Θεάματα, τ. 483 29/9/1980 & τ. 489 25/1/1981.

[10] Δημήτρης Δανίκας, «Οι νέες ταινίες», Ο Ριζοσπάστης 14/1/1981.

[11] Κώστας Σταματίου, «Οι ταινίες της εβδομάδας», Τα Νέα 13/1/1981.

[12] Γιώργος Ανδρίτσος, «Η Κατοχή και η Αντίσταση στις Ελληνικές Ταινίες Μυθοπλασίας Μεγάλου Μήκους από το 1945 έως το 1981», αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου 2009, σ. 318.

[13] Pierre Sorlin, European Cinemas. European Societies 1939-1990, σσ. 123 & 70.

[14] Γιώργος Ανδρίτσος, ο.π. , σ. 173.

[15] Προκόπης Παπαστράτης, British Policy towards Greece during the Second World War 1941-1944, Cambridge University Press, Κέιμπριτζ 1984, σσ. 113-114.

[16] Σόλωνας Γρηγοριάδης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας τ. 2 , 139 & Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σσ.253-254.

 [17] Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου, εμπιστευτικά έγγραφα, κιβώτιο 420: Έγγραφο υπουργείου Εξωτερικών προς γ. Διεύθυνση Τύπου, Αθήνα, 16 Μαΐου 1951.

[18] ΓΑΚ, Αρχείο Γενικής Γραμματείας Τύπου, εμπιστευτικά έγγραφα, κιβώτιο 420: Έγγραφο υπουργείου Εξωτερικών προς γ. Διεύθυνση Τύπου, Αθήνα, 24 Ιουνίου 1952.

[19] Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης,: Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Νεφέλη, Αθήνα 2009, σσ. 530-531.

[20] Peter Novick, The Holocaust in American Life, Mariner Books, Νέα Υόρκη 1999, σ. 94.

[21] Γιώργος Ανδρίτσος, ο.π. , σ. 224

[22] Νίκος Ψυρούκης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1967-1974. Το καθεστώς της 21ης Απριλίου, Επικαιρότητα, Αθήνα 1983, σ. 153.

[23] Γιώργος Ανδρίτσος, «Η Κατοχή και η Αντίσταση στις ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους από το 1974 μέχρι το 1981», στο Βενετία Αποστολίδου-Αντωνίου Γιώργος (επιμ.), Η Κατοχή και ο Εμφύλιος στην τέχνη, αφιέρωμα στη Νέα Εστία, τόμ. 1.845 (Ιούλιος 2011), σσ. 1186-1199.