Ναζιστικά στρατόπεδα και φυλακές στη Θεσσαλονίκη

Από τη βόρεια είσοδο της Θεσσαλονίκης. Αριστερά του δρόμου ο τοίχος του στρατοπέδου Παύλος Μελάς. (ca 1943)

Στράτος Ν. Δορδανάς – Βάιος Καλογρηάς

Ελάχιστους μόνο μήνες μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, τον Απρίλιο του 1941, σημειώθηκαν οι πρώτες – σποραδικές και ασύνδετες μεταξύ τους – αντιστασιακές ενέργειες, οι οποίες δεν πέρασαν απαρατήρητες από τις αρχές Κατοχής. Με στόχο την αποτελεσματική αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου», ο οποίος μετά την έναρξη του ιδεολογικού πολέμου του Γ’ Ράιχ κατά της Σοβιετικής Ένωσης στις 22 Ιουνίου 1941 απλώθηκε στη γερμανοκρατούμενη έως τότε Ευρώπη, οι αρχές Κατοχής εξαπέλυσαν στις 5 Ιουλίου το πρώτο μαζικό κύμα συλλήψεων. Συνολικά, 278 πολίτες της Θεσσαλονίκης έπεσαν στα χέρια τους ως «κομμουνιστές», «μασόνοι» και ύποπτοι για τη διενέργεια δολιοφθορών και παροχής βοήθειας σε Βρετανούς στρατιώτες. Όλοι τους μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά,[1] το οποίο έμελλε να αποτελέσει σύμβολο της ναζιστικής τρομοκρατίας στη Μακεδονία και αναπόσπαστο μέρος του απέραντου «αρχιπελάγους» των στρατοπέδων συγκέντρωσης στην Ευρώπη, από την κατεχόμενη Γαλλία στα δυτικά ως τις σοβιετικές στέπες στα ανατολικά και από τις Βαλτικές χώρες στον παγωμένο βορά μέχρι τις γαλάζιες ελληνικές ακτές στον καλοκαιρινό νότο.[2] Σε εκθέσεις της γερμανικής στρατιωτικής «Διοίκησης Θεσσαλονίκης-Αιγαίου» (Befehlsbereich Saloniki-Ägäis), η αναφορά στους πρώην στρατώνες του Πυροβολικού συνοδεύεται συνήθως από την προσθήκη «Στρατόπεδο Συγκέντρωσης».[3]

Το στρατόπεδο του Παύλου Μελά διαφοροποιείται από άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία και στις κατεχόμενες χώρες γιατί δεν υπαγόταν στην επιθεώρηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης ή στην «Κεντρική Υπηρεσία Οικονομίας και Διοίκησης» (Wirtschafts- und Verwaltungshauptamt) των Ες Ες. Επομένως, δεν ανταποκρινόταν στον τυπικό ορισμό ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης.[4] Ωστόσο, στην αντίληψη τόσο των αρχών Κατοχής, του Έλληνα διοικητή του και των Ελλήνων αστυνομικών που το φρουρούσαν, όσο και των ίδιων των κρατουμένων, επρόκειτο για στρατόπεδο συγκέντρωσης – κάτι που επιβεβαιώνεται εξάλλου από την ίδια την πραγματικότητα. Στην επίσημη αλληλογραφία των γερμανικών και ελληνικών αρχών χρησιμοποιούταν συνήθως ο χαρακτηρισμός „Konzentrationslager‟ (KZ) – Στρατόπεδο Συγκέντρωσης.

Όπως το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου στην Αθήνα, έτσι και το στρατόπεδο του Παύλου Μελά πληρούσε περισσότερο τα κριτήρια ενός «Αστυνομικού Στρατοπέδου Κράτησης» (Polizeihaftlager).[5] Υπαγόταν στη διοίκηση της γερμανικής υπηρεσίας SD (Sicherheitsdienst – Υπηρεσία Ασφάλειας), η φρούρησή του ανατέθηκε σε ελληνικές αστυνομικές δυνάμεις και χρησιμοποιήθηκε τόσο ως φυλακή, όσο και ως στρατόπεδο ομήρων. Και στις δύο περιπτώσεις αποτέλεσε ένα ‘χρήσιμο εργαλείο’ για την καταπολέμηση του αντιστασιακού κινήματος και τον εκφοβισμό του ελληνικού πληθυσμού. Ιδίως οι κρατούμενοι κομμουνιστές, υποτιθέμενοι και μη, θεωρούνταν – και ήταν, ως έναν βαθμό – μελλοθάνατοι. Εξάλλου, πολλοί από τους κρατούμενους στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία ή υποχρεώθηκαν σε εκτέλεση καταναγκαστικής εργασίας στο Ράιχ.[6] Με αυτό τον τρόπο φαίνεται πως εκπληρώθηκαν και άλλοι, παρεμφερείς σκοποί, όπως η στήριξη της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας και οικονομίας και η ‘εκκαθάριση’ της ελληνικής κοινωνίας από ‘ανεπιθύμητα στοιχεία’ και τους ‘αποσυνάγωγους του έθνους’.

Με βάση ελληνικές και γερμανικές πηγές εξετάζονται στο παρόν κείμενο η δομή και η λειτουργία του στρατοπέδου του Παύλου Μελά, και σποραδικά άλλων φυλακών, και αναλύεται ο ρόλος που διαδραμάτισαν στο πλαίσιο της ναζιστικής τρομοκρατίας. Αρκετά ερευνητικά ερωτήματα, ωστόσο, όπως η θέση και η «νομιμοποίηση» του στρατοπέδου στην τοπική κοινωνία της Θεσσαλονίκης, οι επαφές του με τον «έξω κόσμο», η στάση του ελληνικού κρατικού μηχανισμού, οι (ιεραρχικές) σχέσεις μεταξύ των εγκλείστων και απέναντι στο προσωπικό του στρατοπέδου όσο και η δημόσια διαχείριση της μεταπολεμικής μνήμης παραμένουν ανοικτά. Ας σημειωθεί πως το στρατόπεδο του Παύλου Μελά αποτελούσε, λόγω της γεωγραφικής θέσης του πλησίον του κέντρου, νευραλγικό σημείο του «ζωτικού χώρου» της Θεσσαλονίκης.[7] Σε αντίθεση με άλλα περιφερειακά και απομακρυσμένα από τις πόλεις στρατόπεδα, η ύπαρξη και η λειτουργία του δεν περνούσαν απαρατήρητες και πρέπει να ήταν γνωστές στον τοπικό πληθυσμό. Συγχρόνως, επρόκειτο για έναν «ξεχωριστό, παράλληλο κόσμο», ο οποίος υπόκειτο σε άλλους κανόνες και διαδικασίες, παρά την «θεσμική» υπόσταση του στρατοπέδου στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους.

Με τη στρατιωτική κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τα γερμανικά στρατεύματα στις 9 Απριλίου 1941 ξεκίνησε η κατοχή στη βόρεια Ελλάδα. Οι νέοι κυρίαρχοι της πόλης επέβαλλαν αυταρχικές δομές εξουσίας: η επαναλειτουργία των πολιτικών κομμάτων, τα οποία είχαν απαγορευτεί κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας, δεν επιτράπηκε – με εξαίρεση την επανίδρυση της αντισημιτικής οργάνωσης ΕΕΕ (Εθνική Ένωσις «Η Ελλάς») –, στον Τύπο επιβλήθηκε καθεστώς λογοκρισίας και η ελληνική διοίκηση (με την Αστυνομία και τη Χωροφυλακή) τέθηκαν υπό την άγρυπνη παρακολούθηση των Γερμανών.

Ο βασικός στόχος των αρχών Κατοχής ήταν η διατήρηση της «τάξης και ασφάλειας». Αναφορικά με το εδαφικό καθεστώς, η μελλοντική ειρηνευτική συνδιάσκεψη θα αποφάσιζε, εφόσον θα επικρατούσαν οι δυνάμεις του Άξονα, αν οι περιοχές της γερμανοκρατούμενης Μακεδονίας θα παρέμεναν εντός των ελληνικών ορίων ή αν θα προσαρτούνταν από τη Βουλγαρία και την Ιταλία. Επίσης, δεν απουσίαζε και το σενάριο να αποτελέσουν, μαζί με την Κρήτη, προκεχωρημένα φυλάκια της σχεδιαζόμενης από τον «Φύρερ» γερμανικής αυτοκρατορίας.[8] Δύσκολα, πάντως, μπορεί να φανταστεί κανείς ότι το Βερολίνο θα άφηνε τη Θεσσαλονίκη στα χέρια των Ιταλών ή των Βούλγαρων συμμάχων του. Προς το παρόν η μακεδονική πρωτεύουσα θα παρέμενε στη γερμανική ζώνη Κατοχής.[9]

Πότε, όμως, και για ποιους λόγους ιδρύθηκαν τα γερμανικά στρατόπεδα; Το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκε στους στρατώνες του 50ου Συντάγματος Πεζικού στο Πεδίο Άρεως, πίσω από το Στρατηγείο του Γ΄ Σώματος Στρατού. Από τις 20 Απριλίου 1941 άρχισαν να μεταφέρονται εκεί οι αξιωματικοί και στρατιώτες του «Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας» (ΤΣΑΜ), ο επικεφαλής της οποίας αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Μπακόπουλος[10] είχε υπογράψει το πρωτόκολλο συνθηκολόγησης στις 9 Απριλίου. Το στρατόπεδο αυτό λειτούργησε για τον προαναφερόμενο σκοπό για λίγες μόνο ημέρες, αφού μετά τον σχηματισμό της νέας «φιλοαξονικής» κυβέρνησης των Αθηνών υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου οι αιχμάλωτοι στρατιώτες και αξιωματικοί αφέθηκαν ελεύθεροι.[11] Η εξαίρεση του ελληνικού στρατού από την αιχμαλωσία χαρακτηρίστηκε από τους κατακτητές «κίνηση καλής θέλησης» του Γερμανού δικτάτορα προς τον ελληνικό λαό.

Στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν στο στρατόπεδο του Πεδίου Άρεως τα αιχμάλωτα μέλη του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος, που είχαν αποκοπεί από τις μονάδες τους κατά τη γερμανική προέλαση στις περιοχές ανατολικά του Αξιού. Αρκετοί από τους αιχμαλώτους Βρετανούς, ωστόσο, κατάφεραν να δραπετεύσουν από το βόρειο τμήμα του στρατοπέδου, το οποίο συνόρευε με την πολυσύχναστη οδό Νοσοκομείων, και να αναμιχθούν με το πλήθος. Επειδή, όμως, έφεραν ακόμη την στρατιωτική ενδυμασία τους, γίνονταν σε πολλές περιπτώσεις εύκολα αντιληπτοί από τις αρχές Κατοχής και συλλαμβάνονταν εκ νέου.[12]

Μεγαλύτερο πονοκέφαλο στους Γερμανούς προκάλεσαν ασφαλώς οι αντικατοχικές ενέργειες και κινήσεις. Εναντίον της Νέας Τάξης εκδηλώθηκε σύντομα οργανωμένη αντίσταση. Στις 10 Ιουλίου 1941, τέσσερις μόνιμοι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού βενιζελικών πεποιθήσεων ίδρυσαν την οργάνωση ΥΒΕ (Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος) με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Το βασικό πρόταγμα των ΥΒΕ ήταν η προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της (κατεχόμενης) Μακεδονίας. Αργότερα οι ΥΒΕ μετονομάστηκαν σε ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις). Επίσης, μετά τη γερμανική εισβολή στα εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης δραστηριοποιήθηκαν και μέλη του Μακεδονικού Γραφείου (ΜΓ) του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) για την οργάνωση αντιστασιακής κίνησης και τη συγκρότηση ένοπλων αντάρτικων πυρήνων, με στόχο τη διεξαγωγή σαμποτάζ και την εκδήλωση αιφνιδιαστικών επιθέσεων κατά των στρατευμάτων Κατοχής. Από κοινού με τον απότακτο και φιλελεύθερο συνταγματάρχη Δημήτρη Ψαρρό, ο οποίος επηρέαζε μια ολιγομελή ομάδα αξιωματικών, προχώρησαν στη σύσταση της οργάνωσης Ελευθερία, η οποία εξέδωσε την ομώνυμη παράνομη εφημερίδα.[13] Σε συνδυασμό με τη μετατροπή του πολέμου σε ιδεολογικό, ύστερα από τη γερμανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, και την απειλητική εμφάνιση του «κομμουνιστικού κινδύνου» αλλά και Σέρβων εθνικιστικών ανταρτών στα κατεχόμενα εδάφη της Γιουγκοσλαβίας,[14] η βόρεια Ελλάδα πρόσφερε θεωρητικά τη δυνατότητα στους κάθε λογής εχθρούς του Γ΄ Ράιχ να κινηθούν επαναστατικά εναντίον του.

Έτσι, όπως αναφέρθηκε, η κλιμάκωση της αντιστασιακής δραστηριότητας στην επαρχία αλλά και στην πόλη της Θεσσαλονίκης, την οποία κατέγραφαν με έντονη ανησυχία οι γερμανικές αρχές τον Αύγουστο του 1941, επίσπευσε τα σχέδιά τους για την ίδρυση ενός στρατοπέδου, όπου θα φυλακίζονταν οι αντίπαλοι της Νέας Τάξης. Μετά την ανακάλυψη παράνομων φυλλαδίων, με τα οποία οι συντάκτες τους στρέφονταν ενάντια στην ελληνική διοίκηση και στις αρχές Κατοχής, και την ανατίναξη των γραφείων της ΕΕΕ, ο «Στρατιωτικός Διοικητής Θεσσαλονίκης-Αιγαίου» (Militärbefehlshaber Saloniki-Ägäis), στρατηγός Kurt von Krenzki, απέστειλε επιστολή στον «Στρατιωτικό Διοικητή Νοτιοανατολής» (Wehrmachtsbefehlshaber Südost), στρατάρχη Wilhelm List, στην οποία σημειωνόταν πως αναφορικά με τη διογκούμενη κομμουνιστική δραστηριότητα, ο Γενικός Διοικητής [Μακεδονίας] έλαβε την εντολή να συγκροτήσει ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Θεσσαλονίκη. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης θα αποτελείται από δύο χώρους: στον πρώτο χώρο θα μεταφέρονται εκείνα τα άτομα, τα οποία θα συλλαμβάνει η ελληνική αστυνομία, στον άλλο χώρο εκείνοι, οι οποίοι θα […] φυλακίζονται από τις γερμανικές αρχές. Ολόκληρο το στρατόπεδο θα τελεί υπό ελληνική διοίκηση, με τη γερμανική πλευρά να ασκεί πλήρη εποπτεία. Η φύλαξη θα είναι δουλειά της ελληνικής αστυνομίας.[15]

Η γερμανική εντολή για την ίδρυση του στρατοπέδου συγκέντρωσης στη Θεσσαλονίκη επιβεβαιώθηκε άμεσα με τη δημοσίευση του σχετικού νόμου. Στο ΦΕΚ (Φύλλο Εφημερίδας Κυβερνήσεως) της 17ης Νοεμβρίου 1941 υπήρχε διάταξη, η οποία προέβλεπε τη δημιουργία «μιας δεύτερης φυλακής εγκληματιών στη Θεσσαλονίκη και την πλαισίωσή της με προσωπικό». Βάσει του άρθρου 1 του νόμου 2231 «Σχετικά με τις φυλακές» και των άρθρων 2, 51 και 91 του διατάγματος «σχετικά με την οργάνωση του απασχολούμενου στο σωφρονιστικό σύστημα προσωπικού και τη διοίκηση των φυλακών» της 28ης Σεπτεμβρίου 1935 συγκροτήθηκε αστυνομικό στρατόπεδο κράτησης «στον πρώην στρατώνα Πυροβολικού Παύλου Μελά υπό την ονομασία Δεύτερη Φυλακή Εγκληματιών Θεσσαλονίκης». Στο προσωπικό ανήκαν ένας διευθυντής, ένας υποδιευθυντής, δύο γραμματείς, ένας λογιστής, ένας ελεγκτής, δύο ανώτεροι αξιωματικοί της Αστυνομίας, δέκα αρχιφύλακες και εξήντα φύλακες.[16] Τα κτίρια του πρώην στρατώνα βρίσκονταν πάνω στην οδό Λαγκαδά, κοντά στο κέντρο της πόλης.

Τον Σεπτέμβριο του 1941, η περιβόητη διαταγή του στρατάρχη και επικεφαλής της «Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης» (Oberkommando der Wehrmacht – OKW) Wilhelm Keitel σχετικά με την εκτέλεση 50 έως 100 «κομμουνιστών» σε αντίποινα για κάθε νεκρό Γερμανό στρατιώτη και η επιβολή της θανατικής ποινής ως κατάλληλου μέσου για τον εκφοβισμό του πληθυσμού φωτογράφησαν τον τρόπο, με τον οποίο οι αρχές Κατοχής σκόπευαν να μεταχειριστούν τους κρατούμενους στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά. Στις 28 Σεπτεμβρίου ο «Στρατιωτικός Διοικητής Νοτιοανατολής» απέστειλε σε όλους τους διοικητές των στρατιωτικών φρουραρχείων της περιοχής αρμοδιότητάς του την ακόλουθη διαταγή για τη μεταχείριση των κρατουμένων στα γερμανικά στρατόπεδα:

Οι επιθέσεις εναντίον του στρατού, που σημειώθηκαν το τελευταίο διάστημα στα κατεχόμενα εδάφη, δίνουν αφορμή να επισημάνουμε πως οι Στρατιωτικοί Διοικητές θα πρέπει, ως κατάλληλο μέτρο, να διαθέτουν ένα μόνιμο αριθμό ομήρων διαφορετικών πολιτικών κατευθύνσεων, όπως:

α) Εθνικιστές  β) Δημοκράτες-Αστούς  γ) Κομμουνιστές

Μεταξύ των παραπάνω θα πρέπει να περιλαμβάνονται γνωστές ηγετικές προσωπικότητες ή οι συγγενείς τους, ώστε τα ονόματά τους να μπορούν να δημοσιευτούν. Ανάλογα με το που ανήκουν κάθε φορά οι δράστες των επιθέσεων, να εκτελούνται όμηροι από τις αντίστοιχες ομάδες. Παρακαλείται να δοθούν στους Στρατιωτικούς Διοικητές ανάλογες οδηγίες.[17]

Η παραπάνω διαταγή καθόρισε το πλαίσιο λειτουργίας του στρατοπέδου. Μέχρι τα τέλη του 1941 έλαβε ο Krenzki, ο οποίος υπαγόταν – όπως και ο διάδοχός του αντιστράτηγος von Studnitz – στον «Στρατιωτικό Διοικητή Νοτιοανατολής», τον απαιτούμενο για τις εκτελέσεις αριθμό των κρατουμένων, οι οποίοι είχαν συλληφθεί στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε άλλες περιοχές της γερμανοκρατούμενης Μακεδονίας. Αρχικά, υπήρχαν δύο κατηγορίες ατόμων, που στάλθηκαν στο γερμανικό εκτελεστικό απόσπασμα: κομμουνιστές[18] και Εβραίοι. Αργότερα, οι δύο αυτές κατηγορίες συνενώθηκαν στη γνωστή εθνικοσοσιαλιστική κατηγορία του «εβραιομπολσεβικισμού». Μετά από ορισμένες πράξεις δολιοφθοράς στο σιδηροδρομικό δίκτυο Θεσσαλονίκης-Κατερίνης και Θεσσαλονίκης-Γευγελής και τη βομβιστική ενέργεια στο σπίτι του απότακτου αντισυνταγματάρχη του Μηχανικού Γεωργίου Πούλου, ο οποίος έμελλε να εξελιχθεί στον σημαντικότερο ιδεολογικό συνεργάτη των αρχών Κατοχής και να ‘διαπρέψει’ ως  αρχηγός ένοπλου εθελοντικού σώματος στη Μακεδονία,[19] ο «Στρατιωτικός Διοικητής Θεσσαλονίκης-Αιγαίου» διέταξε τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 27 Δεκεμβρίου 1941, την εκτέλεση δώδεκα κρατουμένων από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά για «την τιμωρίαν και ανταπόδοσιν των ανωτέρω πράξεων». Στην πλειοψηφία τους ήταν εβραϊκής καταγωγής.[20]

Την ίδια κιόλας ημέρα υπαξιωματικός της στρατιωτικής χωροφυλακής (Feldgendarmerie) επισκέφτηκε το στρατόπεδο του Παύλου Μελά και παρέλαβε έντεκα άτομα, τα οποία στην πλειονότητά τους ήταν Εβραίοι. Υπέγραψε μάλιστα και σχετική βεβαίωση παραλαβής.[21] Η βεβαίωση αυτή ήταν και η μοναδική του είδους της, γιατί όσο πλήθαιναν οι αντιστασιακές ενέργειες, τόσο αυξάνονταν ο αριθμός και η συχνότητα των εκτελέσεων κρατουμένων από το στρατόπεδο, δίχως να έχει προηγηθεί δικαστική έρευνα. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα δεν είχαν απαγγελθεί κατηγορίες. Ενώ, αρχικά, το στρατόπεδο του Παύλου Μελά λειτούργησε ως χώρος κράτησης, στη συνέχεια μετεξελίχθηκε σε στρατόπεδο ομήρων. Αν και οι περισσότεροι κρατούμενοι θεωρήθηκαν «κομμουνιστές», δεν έλειψαν κατά περιόδους οι «εθνικόφρονες» κρατούμενοι και «πολλοί εκ των διεξαγόντων αντισυμμοριακόν αγώνα».[22]

Χάρη σε έκθεση του Έλληνα διοικητή του στρατοπέδου, Γεράσιμου Γλάστρα, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το καθημερινό πρόγραμμα των κρατουμένων. Σε ημερήσια διαταγή του, της 2ας Απριλίου 1943, ο Γλάστρας ανακοίνωσε το καθημερινό πρόγραμμα, το οποίο θα ίσχυε από την 1η Απριλίου. Το πρωινό πρόγραμμα περιλάμβανε εγερτήριο στις 6:45 και την επιθεώρηση των κελιών από ανώτερο αξιωματικό της Αστυνομίας στις 7:15. Στις 7:30 ακολουθούσε η καταμέτρηση των φυλακισμένων. Μετά είχαν μια ώρα στη διάθεσή τους – από τις 7:30 έως τις 8:30 – για να πλυθούν και να εκτελέσουν ασκήσεις γυμναστικής. Στη συνέχεια είχαν δεκαπέντε λεπτά για να πάρουν πρωινό, πριν επιστρέψουν στα κελιά τους. Στις 10:00 τούς δινόταν η ευκαιρία για έναν περίπατο μίας ώρας στην αυλή, συναθροισμένοι σε τρεις σειρές. Κατόπιν προβλεπόταν μισή ώρα ξεκούρασης και στις 11:30 μεσημεριανό φαγητό. Στις 12:00 έπρεπε να επιστρέψουν στα κελιά τους. Στις 14:30 γινόταν εκ νέου επιθεώρηση κελιών. Μεταξύ 15:30 και 16:30 οι κρατούμενοι έκαναν περίπατο στην αυλή και μετά από ένα σύντομο διάστημα ξεκούρασης λάμβαναν το βραδινό. Στις 18:15 βρίσκονταν πάλι στα κελιά τους. Οι κρατούμενες γυναίκες ακολουθούσαν ξεχωριστό πρόγραμμα. Για τις Κυριακές και τις γιορτές ίσχυαν ορισμένες εξαιρέσεις από το καθημερινό, πληκτικό πρόγραμμα.[23]

Αυτό που δεν περιγραφόταν στις εκθέσεις της διοίκησης του στρατοπέδου ήταν οι απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, με τα στενά κελιά να περιορίζουν ασφυκτικά τις κινήσεις των φυλακισμένων. Οι σχετικές καταγραφές του Λεωνίδα Γιασημακόπουλου, κρατούμενου για την περίοδο από τον Μάιο του 1943 έως τον Οκτώβριο του 1944, στο δίτομο ημερολόγιο του, αποτελούν τη μοναδική μέχρι στιγμής αναλυτική πηγή και πολύτιμο τεκμήριο για τα δρώμενα πίσω από τους σιωπηλούς τοίχους του στρατοπέδου και τη λεγόμενη (ετερογενή, από ταξική, πολιτική ή ιδεολογική άποψη) «κοινωνία των εγκλείστων» (Häftlingsgesellschaft).[24] Την πρώτη κιόλας ημέρα της φυλάκισής του, ο Γιασημακόπουλους συνοψίζει μέσα σε λίγες γραμμές πως θα διαμορφωνόταν η ζωή του μέσα στους επόμενους μήνες:

"Φρικτήν και απελπιστικήν εντύπωσιν με έκαμεν η είσοδός μου εις το κτίριον του στρατοπέδου, το θορυβώδες άνοιγμα των σιδηρών θυρών του κτιρίου, η απελπιστική δυσοσμία των αποχωρητηρίων, το κατάμεστον του θαλάμου όπου μας ενέκλεισαν, η αποκρουστική απόπνοια των χνώτων, εβάρυναν σαν μία μαρμάρινη πλάκα στα στήθη μου."[25]

 Στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά φυλακίστηκαν επίσης πολλά άτομα, τα οποία είχαν συλληφθεί από τη Βέρμαχτ και άλλες γερμανικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων εναντίον των ανταρτικών δυνάμεων και επιδρομών σε χωριά και πόλεις.[26] Το 1944 συμμετείχαν στις επιχειρήσεις αυτές και ένοπλα παραστρατιωτικά σώματα Ελλήνων συνεργών, τα οποία άφησαν το αιματηρό τους στίγμα τόσο στη Θεσσαλονίκη, όσο και στην επαρχία. Το μενού της δράσης των λεγόμενων Ταγμάτων Ασφαλείας δεν περιλάμβανε μόνο συλλήψεις «κομμουνιστών» και άλλων «υπόπτων», αλλά και εκτελέσεις πολιτών, συχνά – αλλά όχι αποκλειστικά – ύστερα από ενέδρες και άλλες επιθέσεις των ανταρτών. Οι συλληφθέντες μεταφέρονταν μέσα σε «κλουβιά» και πάνω σε αυτοκίνητα στους συνήθεις τόπους εκτελέσεων έξω από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί, τους ανέμεναν τα εκτελεστικά αποσπάσματα της γερμανικής Στρατιωτικής Χωροφυλακής και των Ταγμάτων Ασφαλείας, όπως του διαβόητου Αντώνη Δάγκουλα, του «δράκου της Θεσσαλονίκης».[27]

Μετά το τέλος της Κατοχής, ο Γλάστρας ανέφερε σε κατάθεσή του προς τις ελληνικές αστυνομικές αρχές εννέα περιπτώσεις, κατά τις οποίες εκτελέστηκαν μαζικά κρατούμενοι του στρατοπέδου από το 1942 έως το 1944. Σύμφωνα με την κατάθεσή του εκτελέστηκαν συνολικά 440 κρατούμενοι στο Κόκκινο Σπίτι, στη Μίκρα, στα Βυρσοδεψία, στα Διαβατά, στη Γουμένισσα του Κιλκίς και στη Γέφυρα. Ως υπεύθυνους για τις εκτελέσεις του έτους 1944, οι περισσότερες εκ των οποίων πραγματοποιήθηκαν από την «Αστυνομία Ασφάλειας/ Υπηρεσία Ασφάλειας» (Sicherheitspolizei/Sicherheitsdienst – Sipo/SD), κατονόμασε ο Γλάστρας τον υπαξιωματικό των SS Alfred Grün, το στέλεχος της ίδιας υπηρεσίας Toni Kramer και τον υπαξιωματικό της «Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας 621» (Geheime Feldpolizei 621 – GFP 621) Rudi Albert.[28] Τα ίδια ονόματα ανέφερε στην κατάθεσή του το 1946 και ο Θεμιστοκλής Αρνόπουλος, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως υπαξιωματικός της Αστυνομίας στη δύναμη φύλαξης του στρατοπέδου. Επίσης, επιβεβαίωσε τις εκτελέσεις των κρατούμενων σε αντίποινα για επιθέσεις των ανταρτών. Μάλιστα, θυμόταν ακόμη τα ονόματα πολλών κρατουμένων.[29]

Αν και το μεγαλύτερο από άποψη χωρητικότητας, το στρατόπεδο του Παύλου Μελά δεν ήταν το μοναδικό στρατόπεδο που προμήθευε με ομήρους τις αρχές Κατοχής. Σημαντική είναι εδώ η κατάθεση του πρώην διοικητή του 1ου Γραφείου της GFP στη Θεσσαλονίκη, Paul Härtel, η οποία δόθηκε μεταπολεμικά κατά τη διάρκεια ερευνών εκ μέρους της δυτικογερμανικής δικαιοσύνης:

Η φυλακή του Παύλου Μελά είχε ιδρυθεί μάλλον από τον Γερμανό Στρατιωτικό Διοικητή, τη φρούρηση και τη διοίκησή του όμως είχαν αναλάβει Έλληνες. Οι φυλακές του Επταπυργίου ήταν παλιές ελληνικές φυλακές (πρώην κάστρο), των οποίων η φρούρηση και διοίκηση ανήκε αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των Ελλήνων. Η μονάδα μας φύλαγε τους φυλακισμένους της στου Παύλου Μελά και σε μια φυλακή της GFP στη Θεσσαλονίκη, επρόκειτο για μια βίλα, που χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή. Οι βαριές περιπτώσεις, οι οποίες εκδικάστηκαν από το στρατιωτικό δικαστήριο, ιδίως οι θανατοποινίτες, μεταφέρονταν στο Επταπύργιο […]. Το σύστημα εκτέλεσης ποινών στου Παύλου Μελά ήταν κατά τη γνώμη μου αρκετά επιεικές, για παράδειγμα αμνηστεύονταν όλοι οι κρατούμενοι, οι οποίοι είχαν να εκτίσουν ποινή μικρότερη των δύο ετών, κάθε φορά στα γενέθλια του Χίτλερ. Στις φυλακές του Επταπυργίου υπήρχαν Έλληνες, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί από ελληνικά δικαστήρια όπως και άτομα, που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο από το στρατιωτικό δικαστήριο και ανέμεναν την εκτέλεσή τους. Οι υπόλοιπες φυλακές δεν ήταν τελείως ασφαλείς από δραπετεύσεις.[30]

Ο Härtel έδωσε σημαντικές πληροφορίες γύρω από τις φυλακές και τα αστυνομικά κρατητήρια, που λειτούργησαν κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Εντούτοις, δεν έσπασε τη σιωπή του σχετικά με τις ανακριτικές μεθόδους και τις εκτελέσεις των κρατουμένων. Εκτός από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά, το οποίο τελούσε υπό την επίβλεψη της SD, στις προπολεμικές φυλακές του Επταπυργίου συνεχίστηκε και μετά την έναρξη της γερμανικής Κατοχής ο εγκλεισμός Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι είχαν διαπράξει αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου και δεν συμμετείχαν σε εχθρικές πράξεις κατά των γερμανικών στρατευμάτων, ή τουλάχιστον δεν είχαν στοιχειοθετηθεί αντίστοιχες κατηγορίες σε βάρος τους. Ο διευθυντής των φυλακών, Δημήτρης Παπαδημητρόπουλος, ανακάλεσε στη μνήμη του μετά την Κατοχή πολλές περιπτώσεις κρατουμένων, οι οποίοι ‘παραλαμβάνονταν’ από άνδρες της GFP, ανάμεσά τους βρίσκονταν και απεσταλμένοι της υπηρεσίας του Härtel, όταν έπρεπε να συμπληρωθεί ο αριθμός των κρατουμένων από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά που προορίζονταν για εκτέλεση.[31] Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944, οι φυλακές του Επταπυργίου ανέστειλαν τη λειτουργία τους κατόπιν γερμανικής διαταγής. Ενώ οι Έλληνες φύλακες απαλλάχθηκαν των καθηκόντων τους, οι περίπου 210 εναπομείναντες κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά.[32]

Οι φυλακές του Επταπυργίου, όπως και το στρατόπεδο του Παύλου Μελά, τελούσαν υπό αυστηρή γερμανική επίβλεψη, το προσωπικό τους όμως αποτελούταν από Έλληνες. Σε δύο άλλες φυλακές, ωστόσο, που είχαν ιδρυθεί και ελέγχονταν από την GFP και στις οποίες οι ελληνικές αρχές δεν είχαν πρόσβαση, δεν ίσχυε το ίδιο. Η πρώτη βρισκόταν στο κτίριο της πρώην ψυχιατρικής κλινικής Βαγιανού στη συνοικία Αναλήψεως, ενώ η δεύτερη στην οδό Ιταλίας. Ήταν επίσης γνωστή ως φυλακή «510», πιθανόν από το όνομα της μονάδας 510 της GFP, η οποία είχε εγκατασταθεί για ένα χρονικό διάστημα στη Θεσσαλονίκη.[33] Οι άνδρες της GFP, αντιθέτως, διέθεταν άμεση πρόσβαση σε όλες τις φυλακές, αφού η ανάκριση των κρατουμένων ενέπιπτε στη δικαιοδοσία τους. Από τη δική τους κρίση εξαρτιόταν η περαιτέρω εξέλιξη της εκάστοτε υπόθεσης. Οι δικογραφίες που σχηματίζονταν με βάση το ανακριτικό υλικό κατέληγαν συνήθως στα χέρια των Γερμανών στρατιωτικών δικαστών, οι οποίοι αποφάσιζαν εντέλει για την τύχη των κρατουμένων. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή παρακάμφθηκε σε πολλές περιπτώσεις. Σε αυτές, αξιωματικοί και υπαξιωματικοί της GFP έβαζαν απλώς έναν κόκκινο σταυρό πίσω από το όνομα εκείνων των ατόμων που είχαν επιλεχθεί να εκτελεστούν. Η διαδικασία για την επιλογή των κρατουμένων περιγράφεται αναλυτικά στο ανακριτικό σημείωμα του πρώην υπαξιωματικού της μονάδας 621 της GFP:

Στα τέλη του 1943 είχα να ανακρίνω έναν Έλληνα κρατούμενο, ο οποίος θεωρούταν ύποπτος ως αντάρτης και κομμουνιστής. Σε μία από αυτές τις πράξεις αντιποίνων μού έδειξε ο τότε διευθυντής της γραμματείας μου, ανώτερος γραμματέας SCHIKOWSKI […] μία [ονομαστική] λίστα, δηλαδή με ρώτησε, ποιον θα ανέκρινα. Του έδειξα τη λίστα, στην οποία αναγράφονταν τα ονόματα των ατόμων, τους οποίους θα ανέκρινα ή  εναντίον των οποίων θα διενεργούσα έρευνα. Σε αυτή τη λίστα αναγραφόταν και το όνομα του προαναφερθέντα. Ο διευθυντής της γραμματείας πήρε τη λίστα και σημείωσε πίσω από το όνομα του συγκεκριμένου Έλληνα έναν σταυρό. Στην ερώτησή μου, τι σήμαινε αυτό, απάντησε ότι αυτός ο άνδρας θα εκτελούταν. Στις αντιρρήσεις που έφερα, ότι οι έρευνες δεν είχαν ολοκληρωθεί και ότι δεν είχε αποδειχθεί η ενοχή του, δεν έλαβα καμία σαφή απάντηση. Υποθέτω, δεν μπορώ όμως να το τεκμηριώσω, ότι ο SCHIKOWSKI είχε την εντολή να κατονομάσει έναν κρατούμενο, ο οποίος θα τουφεκιζόταν για οποιαδήποτε αφορμή και προς εκφοβισμό.[34]

Συχνά, οι άνδρες της GFP παραλάμβαναν τους κρατούμενους από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά, έπειτα τους μετέφεραν για ανάκριση στο κτίριο της πρώην ψυχιατρικής κλινικής Βαγιανού και στη συνέχεια τους ανέκριναν εκ νέου στο κτίριο της οδού Τσιμισκή 27, όπου βρισκόταν η έδρα της μονάδας 621 της GFP και στα υπόγεια του οποίου υπήρχαν κελιά φύλαξης, για να επιστρέψουν πάλι στο στρατόπεδο. Εκατοντάδες πολιτών ανακρίθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής στις φυλακές της Θεσσαλονίκης. Εκτιμάται ότι κάπου 850 πολίτες εκτελέστηκαν από τις γερμανικές αρχές και Έλληνες συνεργάτες τους στους συνήθεις τόπους εκτελέσεων, πίσω από τις φυλακές του Επταπυργίου και στη Γεωπονική Σχολή, στο αεροδρόμιο της Μίκρας και στο γνωστό ως «Κόκκινο Σπίτι», κτίριο στον οικισμό της Δόξας, στα σφαγεία και στον ποταμό Γαλλικό, κοντά στα Διαβατά.[35]

Στο τέλος της Κατοχής, από τις 18 Οκτωβρίου 1944, το στρατόπεδο του Παύλου Μελά, άρχισε να διαλύεται από τις γερμανικές αρχές. Με απαίτηση του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας Αθανάσιου Χρυσοχόου απελευθερώθηκαν πρώτα οι «εθνικόφρονες» κρατούμενοι. Έως τις 28 Οκτωβρίου είχαν απελευθερωθεί και οι υπόλοιποι κρατούμενοι – προφανώς όσοι δεν είχαν χαρακτηριστεί «εθνικόφρονες» –, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε διαμορφωμένους από τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας χώρους διαμονής και συσσιτίων.[36]

Η περίοδος της ναζιστικής τρομοκρατίας, με το στρατόπεδο του Παύλου Μελά σε ρόλο «τροφοδότη» των γερμανικών και ελληνικών εκτελεστικών αποσπασμάτων, είχε λήξει οριστικά. Από την απελευθέρωση μέχρι το πέρας των Δεκεμβριανών, το στρατόπεδο συνέχισε να «φιλοξενεί» κρατούμενους – αυτή τη φορά επρόκειτο για πραγματικούς και υποτιθέμενους «δωσίλογους» και άλλους αντίπαλους του ΕΛΑΣ και της διάδοχης εαμικής ‘νέας τάξης’. Κατά τη διάρκεια του κυρίως Εμφυλίου (1946-1949), το στρατόπεδο χρησιμοποιήθηκε εκ νέου από τον ελληνικό στρατό. Στην μετεμφυλιακή περίοδο, καμία επιγραφή δεν θύμιζε σε ανέμελους περαστικούς τη φρίκη και την αγωνία, που είχαν βιώσει εκεί κάποτε εκατοντάδες συνάνθρωποί τους κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Ένα σκοτεινό κεφάλαιο της ιστορίας της Θεσσαλονίκης είχε εξοστρακιστεί από τη δημόσια μνήμη.

 


[1] Βλ. σχετικά, Στράτος Ν. Δορδανάς, Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών Κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944, Αθήνα 2007, σσ. 59-60.

[2] Στα εδαφικά όρια της σημερινής Πολωνίας μόνο καταμετρήθηκαν 5.877 ναζιστικά στρατόπεδα και κρατητήρια, βλ. Wolfgang Benz, „Nationalsozialistische Zwangslager. Ein Überblick“, Wolfgang Benz-Barbara Distel (επιμ.), Der Ort des Terrors. Geschichte der nationalsozialistischen Konzentrationslager. Die Organisation des Terrors, τόμ. 1, β΄ έκδ., Μόναχο 2006, σ. 11.

[3] Τα κτίρια του Παύλου Μελά χρησιμοποιήθηκαν ήδη το 1881 από τις οθωμανικές αρχές ως στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Το 1906 δημιουργήθηκε ένα οργανωμένο στρατόπεδο με βάση δυτικά πρότυπα. Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα, το 1912, το στρατόπεδο πέρασε στην κατοχή του ελληνικού στρατού και, ως κέντρο εκπαίδευσης του Πυροβολικού, έφερε πια το όνομα του θρυλικού αξιωματικού και Μακεδονομάχου Παύλου Μελά. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. Σπύρος Λαζαρίδης, Από το Βαρδάρι ως το Δερβένι. Ιστορική καταγραφή μέχρι το 1920, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 70-73. Επίσης, Δημήτριος Θ. Μπέλλος, Το κατοχικό συλλαλητήριο της Αλεξάνδρειας (πρώην Γιδά), 23 Μαρτίου 1944, Κατερίνη 2005, σσ. 124-144.

[4] Benz, „Nationalsozialistische Zwangslager“, σσ. 11-12.

[5] ΄Σύμφωνα με την τυπολογία του Wolfgang Benz, στα «Αστυνομικά Στρατόπεδα Κράτησης» περιλαμβάνονταν διαφορετικών κατηγοριών στρατόπεδα, για παράδειγμα στρατόπεδα ομήρων, στρατόπεδα διερχομένων, στρατόπεδα συλληφθέντων πολιτών κ.ά. Κάποια από αυτά υπάγονταν στην γερμανική πολιτική ή στρατιωτική διοίκηση (βόρεια και δυτική Ευρώπη), ενώ άλλα στην υπηρεσία της Sipo/SD (ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη), Benz, „Nationalsozialistische Zwangslager“, σσ. 15-17.

[6] Vaios Kalogrias, Okkupation, Widerstand und Kollaboration in Makedonien 1941-1944, Mainz-Ruhpolding 2008, σσ. 50-51. Αθανάσιος Χρυσοχόου, Η Κατοχή εν Μακεδονία 1941-1944. Οι Γερμανοί εν Μακεδονία, τόμ. 5, Θεσσαλονίκη 1962, σσ. 419-420.

[7] Αναφορικά με την έννοια του «χώρου» των στρατοπέδων συγκέντρωσης, βλ. Alexandra Klei-Katrin Stoll- Annika Wienert (επιμ.), Die Transformation der Lager. Annäherungen an die Orte nationalsozialistischer Verbrechen, Μπίλεφελντ 2011, όπου οι επιμέρους μελέτες. Για μια συνολική παρουσίαση της ιστορίας των στρατοπέδων συγκέντρωσης, βλ. Ulrich Herbert-Karin Orth-Christoph Dieckmann (επιμ.), Die nationalsozialistischen Konzentrationslager. Entwicklung und Struktur, τόμοι 1-2, Φρανκφούρτη 2002.

[8] Hagen Fleischer, „Kollaboration und deutsche Politik im besetzten Griechenland“, Werner Röhr (επιμ.), Europa unterm Hakenkreuz. Okkupation und Kollaboration (1938-1945), Βερολίνο-Χαϊδελβέργη 1994, σ. 387.

[9] Σχετικά με τη δημιουργία της γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής ζώνης Κατοχής, βλ. Heinz A. Richter, Griechenland 1940-1950. Die Zeit der Bürgerkriege, Μάιντς-Ρουπόλντινγκ 2012, σσ. 70-73, 77-80.

[10] Ο αντιστράτηγος Μπακόπουλος συνελήφθη τον Ιούλιο του 1943 από τις γερμανικές αρχές μαζί με τέσσερις άλλους στρατηγούς (ανάμεσά τους και ο μετέπειτα στρατάρχης και πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος) και στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψαν στην Ελλάδα. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. Κωνσταντίνος Θ. Μπακόπουλος, Η ομηρία των πέντε αντιστράτηγων. Η ζωή των – στρατόπεδα συγκεντρώσεως, Αθήνα 1948.

[11] Για τη θητεία του Τσολάκογλου ως πρωθυπουργού επί Κατοχής, βλ. Γεώργιος Κ.Σ. Τσολάκογλου, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1959.

[12] Χρυσοχόου, Η Κατοχή εν Μακεδονία 1941-1944, σσ. 418-419.             Για ένα τέτοιο περιστατικό απόδρασης βλ. περισσότερα Πέτρος Παπαπολυβίου (επιμ.), Αναζητώντας την ελευθερία. Ένας Κύπριος στρατιώτης του βρετανικού στρατού στην κατοχική Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική, 1941-1942, Θεσσαλονίκη 2009.

[13] Βλ. σχετικά, Παρμενίων Ι. Παπαθανασίου, Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-1944. Αντίσταση και τραγωδία. Το ανέκδοτο αρχείο-ημερολόγιο του (τότε) Ταγματάρχη Γιάννη Παπαθανασίου, τόμ. 1, β΄ έκδ., Αθήνα 1997, σσ. 29-31. Επίσης, βλ. Kalogrias, Makedonien, σ. 44. Ο συνταγματάρχης Ψαρρός, αργότερα στρατιωτικός αρχηγός της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση), αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε τον Απρίλιο του 1944 από τον ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός).

[14] Για τις επαναστατικές ταραχές στη Γιουγκοσλαβία, βλ. Ben Shepherd, “Guerrilla warfare, counter-insurgency and civil war in Yugoslavia 1941-1944”, Στράτος Δορδανάς-Βασιλική Λάζου-Βαγγέλης Τζούκας-Λάμπρος Φλιτούρης (επιμ.), Κατοχική βία 1939-1945. Η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία, Κομμένο Άρτας-Αθήνα 2016, σσ. 211-213.

[15] Bundesarchiv-Militärarchiv Freiburg [στο εξής BArch], RW 40/160: Befehlshaber Thessaloniki-Ägäis, Br. B. Nr. 209/41 geh., „Monatlicher Verwaltungsbericht August 1941‟, Θεσσαλονίκη, 4 Σεπτεμβρίου 1941.

[16] Βλ. σχετικά, Regierungsblatt, Heft A, „Über die Errichtung eines zweiten Kriminalgefängnisses in Thessaloniki und die Bestellung des Personals für dasselbe“, Bogen Nr. 396. Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 1941, σσ. 2115, 2119. Η συγκεκριμένη διάταξη φέρει τις υπογραφές του πρωθυπουργού της κατοχικής κυβέρνησης Γεώργιου Τσολάκογλου, του υπουργού Δικαιοσύνης Αντώνη Λιβιεράτου και του υπουργού Οικονομικών Σωτήριου Γκοτζαμάνη.

[17] Δορδανάς, Το αίμα των αθώων, σ. 109.

[18] Ας σημειωθεί ότι κάποιοι από τους κρατούμενους εντάχθηκαν στο ΚΚΕ λόγω των απάνθρωπων συνθηκών κράτησής τους. Το στρατόπεδο του Παύλου Μελά αποτέλεσε έτσι φυτώριο μελών του ΚΚΕ και «ειδικήν σχολήν κομμουνιστικής εκπαιδεύσεως». Η εξέλιξη αυτή δεν είχε διαφύγει της προσοχής Ελλήνων κρατικών αξιωματούχων, βλ. σχετικά, Χρυσοχόου, Η Κατοχή εν Μακεδονία, σ. 420.

[19] Σχετικά με την εγκληματική δράση του Πούλου, βλ. Στράτος Ν. Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη, 1941-1944, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 155-206 και passim.

[20] Δορδανάς, Το αίμα των αθώων, σ. 108.

[21] Σχετικά με τις λεπτομέρειες της βεβαίωσης παραλαβής, βλ. Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης [στο εξής ΚΙΘ], Ιδιωτικό Αρχείο Ραούλ Λιβαδά, Συλλογή 2, φάκ. 4: GFP 621, «Απόδειξις Παραλαβής», Θεσσαλονίκη, 27 Δεκεμβρίου 1941.

[22] Χρυσοχόου, Η Κατοχή εν Μακεδονία, σ. 419.

[23] ΚΙΘ, Ιδιωτικό Αρχείο Ραούλ Λιβαδά, Συλλογή 2, φάκ. 4: Konzentrationslager Pavlu Mela Saloniki, „Tagesablauf ab 1.4.1943, Tagesbefehl vom 2.4.1943 im K.L. Pavlu Mela‟.

[24] Τον συγκεκριμένο όρο, με τον οποίο περιγράφεται και οριοθετείται ο κόσμος των εγκλείστων, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Eugen Kogon στην πρώιμη έκθεσή του για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, από την οποία προέκυψε το διάσημο βιβλίο του Το κράτος των Ες Ες. Το σύστημα των γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης (Der SS-Staat. Das System der deutschen Konzentrationslager). Ο ίδιος ήταν έγκλειστος στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ και γνώριζε έτσι από πρώτο χέρι τις συνθήκες κράτησης που επικρατούσαν. Πιο αναλυτικά, βλ. Kurt Pätzold, „Häftlingsgesellschaft“, στο Der Ort des Terrors, σσ. 110-125. Γενικά, οι πρώτες – αυτοβιογραφικές επί το πλείστον – μελέτες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εκπονήθηκαν από επιζώντες των στρατοπέδων, με σκοπό τη διαφώτιση της κοινής γνώμης και τη διατήρηση της μνήμης.

[25] Γιώργος Καφταντζής (επιμ.), Το ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης 1941-1944 όπως το έζησε και το περιγράφει στο ημερολόγιο του ένας όμηρος ο Λεωνίδας Γιασημακόπουλος (αριθμός μητρώου φυλακής 4436), τ. 1, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 22.

[26] Οι γερμανικές πηγές παραθέτουν στοιχεία (έως τις αρχές του 1943) σχετικά με τον αριθμό των φυλακισμένων. Τον Σεπτέμβριο και τον Αύγουστο του 1941 υπήρχαν 96 κρατούμενοι, τον Οκτώβριο (μετά τις πρώτες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα Κερδύλλια) 164. Στις 29 Δεκεμβρίου 1941 ο αριθμός των κρατούμενων υπολογιζόταν σε 378, στις 20 Ιανουαρίου 1942 σε 377, στις 20 Φεβρουαρίου σε 361, στις 30 Μαρτίου σε 427, στις 30 Απριλίου σε 250, στις 30 Ιουνίου σε 296, στις 31 Αυγούστου σε 416, στις 31 Οκτωβρίου σε 347 και την 1η Ιανουαρίου 1943 σε 426. Βλ. τις σχετικές εκθέσεις του «Στρατιωτικού Διοικητή Θεσσαλονίκης-Αιγαίου», BArch, RW 40/160, RW 40/161 και RW 40/162. Σε μία από τις τελευταίες καταγραφές στο ημερολόγιο του, στις 18 Οκτωβρίου 1944, ο Γιασημακόπουλος υπολογίζει τον αριθμό των κρατουμένων σε 185. Γιώργος Καφταντζής (επιμ.), Το ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης 1941-1944 όπως το έζησε και το περιγράφει στο ημερολόγιο του ένας όμηρος ο Λεωνίδας Γιασημακόπουλος (αριθμός μητρώου φυλακής 4436), τόμ. 2, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 323.

[27] Σχετικά με την αιματηρή δράση του Δάγκουλα, βλ. Ανδρέας Βενιανάκης, Δάγκουλας, ο «δράκος» της Θεσσαλονίκης. Συμβολή στην ιστορία των Ταγμάτων Ασφαλείας επί Κατοχής (1941-1944), Θεσσαλονίκη 2016.

[28] Zentrale Stelle der Landesjustizverwaltungen [Ludwigsburg, στο εξής Zst], V 508 AR 1409/67: „Eidliche Vernehmung Georgiou G.‟, Θεσσαλονίκη, 30 Νοεμβρίου 1945. Όπως ανέφερε σχετικά ο Γλάστρας, τα στοιχεία για τις ημερομηνίες και τον αριθμό των εκτελεσθέντων δεν ήταν μάλλον ακριβή, καθώς αυτά προέρχονταν από τη μνήμη του. Όπως δήλωσε σχετικά, το αρχείο του στρατοπέδου είχε καταστραφεί από τον ΕΛΑΣ και δεν υπήρχε η δυνατότητα να ανευρεθούν ονομαστικές λίστες.

[29] Zst, V 508 AR 1411/67: „Beeidigte Vernehmung Themistokli A.‟, Παρανέστι Δράμας, 24 Ιουνίου 1946.

[30] Zst, V 508, AR 1698/67: Amtsgericht Mellrichstadt, „Beschuldigten-Vernehmung Paul H.‟, Gs. 37/58, Mellrichstadt, 6 Ιουνίου 1958.

[31] Zst, V 508 AR 1411/67: „Beeidigte Vernehmung Themistokli A.‟, Παρανέστι Δράμας, 24 Μαΐου 1946.

[32] Στο ίδιο. Επίσης, Καφταντζής, Το ναζιστικό στρατόπεδο, τόμ. 2, σσ. 294, 304, 306.

[33] Ευστράτιος Ν. Δορδανάς, «Γερμανικές αρχές Κατοχής και ελληνική Διοίκηση», Βασίλης Κ. Γούναρης- Πέτρος Παπαπολυβίου (επιμ.), Ο φόρος του αίματος στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Ξένη κυριαρχία, αντίσταση και επιβίωση, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 96.

[34] Zst, StA Schweinfurt, 1a Js 22/68, Ia: Landespolizeidirektion Südbaden, Kriminalhauptstelle, „Vernehmung Walter W.‟, Münzingen, 27 Νοεμβρίου 1968.

[35] Βασίλης Κ. Γούναρης-Πέτρος Παπαπολυβίου, «Εκτελέσεις, βία και ασιτία στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής. Έρευνα και καταγραφή», Βασίλης Κ. Γούναρης-Πέτρος Παπαπολυβίου (επιμ.), Ο φόρος του αίματος στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Ξένη κυριαρχία, αντίσταση και επιβίωση, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 143.

[36] Χρυσοχόου, Η Κατοχή εν Μακεδονία, σ. 420.