Στρατόπεδο Χαϊδαρίου 1943-1944

Στρατόπεδο Χαϊδαρίου

Στρατόπεδο Χαϊδαρίου

Άννα Μαρία Δρουμπούκη, Ιάσονας Χανδρινός

Ι. Ιστορική επισκόπηση

Το Στρατόπεδο Χαϊδαρίου, στο ομώνυμο αραιοκατοικημένο προάστιο στα δυτικά της Αθήνας (5.868 κάτοικοι σύμφωνα με την απογραφή του 1940), ξεκίνησε να οικοδομείται το 1937 στους πρόποδες του Ποικίλου Όρους, ως κέντρο εκπαίδευσης του ελληνικού στρατού, ωστόσο οι εργασίες κατασκευής του διακόπηκαν με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Έκτοτε  εγκαταλείφθηκε και δεν χρησιμοποιήθηκε μέχρι τις 3 Σεπτεμβρίου του 1943, οπότε «εγκαινιάστηκε» ως στρατόπεδο συγκέντρωσης, με τη μεταφορά 590 κρατουμένων από το ιταλικό στρατόπεδο της Λάρισας το οποίο θα διαλυόταν. Επρόκειτο για 243 κομμουνιστές που είχαν μεταχθεί από τις Φυλακές της Ακροναυπλίας, 20 πρώην εξορίστους της Ανάφης και 327 κρατουμένους των Ιταλών.[1] Στις 10 Σεπτεμβρίου οι εγκαταστάσεις περιήλθαν στη γερμανική δικαιοδοσία ως την διάλυση του στρατοπέδου, στις 27 Σεπτεμβρίου 1944.[2] Το πρώτο δίμηνο το στρατόπεδο λειτουργούσε ως παράρτημα των Φυλακών Αβέρωφ έως τα τέλη Νοεμβρίου 1943, οπότε πέρασε οριστικά στον έλεγχο των Ες-Ες.

 

ΙΙ. Σύνοψη της κατοχικής λειτουργίας του στρατοπέδου

Στον περίπου ένα χρόνο λειτουργίας του, το Χαϊδάρι αναπτύχθηκε παράλληλα με την αναδιοργάνωση και διεύρυνση των αμιγώς αστυνομικών υπηρεσιών, της Αστυνομίας Ασφαλείας (Sicherheitspolizei –SiPo), της Υπηρεσίας Ασφαλείας (Sicherheitsdienst –SD) και της Αστυνομίας Τάξης (Ordnungspolizei), και εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο στρατόπεδο στην κατεχόμενη Ελλάδα. Αναπόσπαστο τμήμα και «προθάλαμος» του Χαϊδαρίου ήταν το κτίριο της Σχολής Μεταξά στην Οδό Βασιλίσσης Σοφίας 11, όπου είχε την έδρα του ο Ανώτατος Διοικητής των Ες-Ες και της Αστυνομίας (Haupt SS- und Polizeiführer) Ελλάδας. Από το 1943, όλα τα κτίρια στο οικοδομικό τετράγωνο των οδών Βασιλίσσης Σοφίας-Μέρλιν-Σέκερη-Κανάρη στέγαζαν διοικήσεις, κρατητήρια και ανακριτικά γραφεία της SiPo-SD,  προσδίδοντας στο όνομα «Οδός Μέρλιν» ή απλώς «Μέρλιν» μια τρομακτική φήμη που ξεπερνούσε τα όρια της Αθήνας και παραμένει έως σήμερα λέξη σχεδόν συνώνυμη της εμπειρίας της Κατοχής.

Στο Χαϊδάρι εκπροσωπήθηκαν όλες οι εκδοχές αντιπάλων του κατοχικού καθεστώτος. Από το στρατόπεδο υπολογίζεται πως πέρασαν περίπου 20-25.000 άτομα, άνδρες και γυναίκες, αιχμάλωτοι στρατιωτικοί, αντιστασιακοί, το σύνολο των μελών και στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας που βρίσκονταν φυλακισμένοι από την περίοδο της Δικτατορίας του Μεταξά (1936-1941), Εβραίοι, όμηροι-συλληφθέντες σε διάφορες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ύπαιθρο και σε «μπλόκα» στην περιοχή της πρωτεύουσας, πολιτικοί αρχηγοί, όπως ο αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων και μετέπειτα πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο Στυλιανός Γονατάς και ο Γεώργιος Καφαντάρης. Επίσης αρκετές γνωστές προσωπικότητες, όπως η ηθοποιός Ρένα Ντορ, ο καθηγητής Μανόλης Κριαράς και η σύζυγός του, ο συνθέτης Νίκος Σκαλκώτας, ο ηθοποιός Γιώργος Οικονομίδης που κρατήθηκε τρεις μήνες στο Μπλοκ 15, ο ηγέτης των Φιλελευθέρων, Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο Στυλιανός Γονατάς και άλλοι. Ο καθηγητής Μανόλης Κριαράς, τότε διευθυντής του Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών, κρατήθηκε στο Μπλοκ 15 για τρεις μέρες και η μαρτυρία του στο περιοδικό Αντί, σε καταγραφή του Γιώργου Θεοτοκά σκιαγραφεί λεπτομερώς τη ζωή στο απομονωτήρι.[3] Από τις αρχές του 1944 συνυπήρχαν ως όμηροι στο Χαϊδάρι συνυπήρχαν μέλη των οργανώσεων του ΕΑΜ, του ΕΔΕΣ, κατασκοπευτικών δικτύων, βρετανικών υπηρεσιών, ακόμα και μεμονωμένες περιπτώσεις μελών των Ταγμάτων Ασφαλείας ή και γερμανικών υπηρεσιών που είχαν κατηγορηθεί για επαφές με τους συμμάχους ή ποινικά αδικήματα, συνδικαλιστές, στρατιωτικοί, μαθητές, εργάτες και ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι. Η χρήση των καταδικασθέντων από τις κατοχικές αρχές ως «ομήρων», ανέδειξε το Χαϊδάρι αφενός σε κεντρικό πεδίο εφαρμογής της ναζιστικής πολιτικής εξόντωσης πολιτικών και φυλετικών εχθρών του Γ’ Ράιχ, αφετέρου σε νευραλγικό κόμβο του δικτύου καταστολής και μαζικών αντιποίνων εναντίον πολιτών –συλλήψεων, εκτελέσεων και εκτοπισμών– στην Αθήνα αλλά και σε όλη την ελληνική επικράτεια.[4] Τον Νοέμβριο του 1944, η εφημερίδα New York Times συμπεριλάμβανε το Χαϊδάρι στα μεγαλύτερα ναζιστικά λάγκερ στην κατεχόμενη Ευρώπη, τεκμηριώνοντας πως τα μεγέθη και η φήμη του στρατοπέδου είχαν ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα.[5]

 

ΙΙΙ. Διοίκηση και φρουρά του στρατοπέδου

 Πρώτος διοικητής του στρατοπέδου –αναφέρεται πως ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 29 Νοεμβρίου 1943– ήταν ο ταγματάρχης (Sturmbannführer) της SD, Πάουλ Όττο Ραντόμσκι (Paul Otto Radomski), πρώην αξιωματικός της Einsatzgruppe C στην περιοχή του Κιέβου, μια από τις «Ειδικές Μονάδες Δράσης», υπεύθυνες για μαζικές δολοφονίες Εβραίων, αιχμαλώτων και πολιτών στο ανατολικό μέτωπο. Ο Ραντόμσκι περιγράφεται, τόσο σε υπηρεσιακά γερμανικά έγγραφα, όσο και σε πλήθος μαρτυριών, ως εξαιρετικά βίαιος και σαδιστής. Οι προϊστάμενοί του τον θεωρούσαν «παλιό τραμπούκο» (alte Schläger) και «πρωτόγονο στη σκέψη και τα αισθήματα», ο οποίος αναδείχθηκε σε ηγετικές θέσεις αποκλειστικά και μόνο λόγω της αρχαιότητάς του στα Ες-Ες.[6] Στα ίδια έγγραφα, από τον ατομικό του φάκελο, σημειώνεται πως η εθνικοσοσιαλιστική του κοσμοαντίληψη μπορούσε να θεωρηθεί «στην καλύτερη περίπτωση στοιχειώδης» και ο ίδιος τίποτα παραπάνω από τυπικό δείγμα «τυφλής υπαλληλικής υπακοής και αίσθησης καθήκοντος».[7] Ο μελλοθάνατος ταγματάρχης Ζαμπέτας αναφέρει στην μαρτυρία του:

Κατά μήνα Ιανουάριον [1944], ο ταγματάρχης Ραντόμσκυ θέλων να τιμωρήση τους φυλακισμένους, διότι τινές τούτων είχον μεταβή εις τα παρά την είσοδον του στρατοπέδου αποχωρητήρια, προς σωματικήν των ανάγκην, παρά την καταπέσουσαν χιόνα, διέταξεν άπαντας να βαδίσωμεν έρποντες και με την κοιλίαν επί πεντακοσίων μέτρων, ενώ ούτως ηκολούθει με το πιστόλιον εις χείρας και τα δύο λυκόσκυλά του, τα οποία είχον καταξεσκίσει τους βραδυπορούντας γέροντας.[8]

Αυτή η έκδηλη βιαιότητα φαίνεται πως πήγαζε από μια αίσθηση απόλυτης προσωπικής εξουσίας. Περιγράφοντας την προσωπικότητα του στρατοπεδάρχη, ο Θέμος Κορνάρος σημείωνε πως «είχε μια τεράστια στρατοπεδαρχική πείρα, έπαιρνε ναρκωτικά, και δεν εκτιμούσε τους άλλους Γερμανούς Ες-Ες. Έκανε του κεφαλιού του συμπληρώνοντας τον κανονισμό. Κανένα δε λογάριαζε και καμία διαταγή δεν άφηνε, χωρίς να την τροποποιήσει κατά τον δικό του τρόπο».[9] Στις 7 Δεκεμβρίου 1943, ο Ραντόμσκι σκότωσε εν ψυχρώ με το πιστόλι του τον Εβραίο κρατούμενο Χαΐμ Λεβή από τα Ιωάννινα, ανθυπολοχαγό του ελληνικού στρατού.[10] Ήταν τελικά λιγότερο τα αυξανόμενα έκτροπα σε βάρος των κρατουμένων και περισσότερο η βαναυσότητα απέναντι στους υφισταμένους του, που οδήγησαν στην απομάκρυνσή του από τη διοίκηση, συγκεκριμένα το περιστατικό στις 17 Φεβρουαρίου 1944, όταν, σε κατάσταση μέθης, χτύπησε με γροθιές τον ακόλουθό του και του έσπασε το σαγόνι. Ο υποβιβασμός του σε υπολοχαγό (Obersturmführer) και η καταδίκη του σε έξι μήνες κάθειρξη για υπεξαίρεση και κλοπές συνδέεται με το γεγονός ότι  

Διάδοχός του στη διοίκηση ήταν ο ανθυπολοχαγός της SiPo, Καρλ Φίσερ (Karl Fischer) ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα στις 27 Φεβρουαρίου 1944. Γεννημένος το 1908 στο Έκβορντ του Αννόβερου και μέλος των Ες-Ες από το 1931, με αριθμό μέλους 42987, ο Φίσερ είχε υπηρετήσει το διάστημα 1933-1937 στην «Σωματοφυλακή Αδόλφος Χίτλερ» (Leibstandarte Adolf Hitler), το κυρίως παραστρατιωτικό σώμα των Ες-Ες που δρούσε ως φρουρά του «Φύρερ» στο Βερολίνο και αργότερα μετεξελίχθηκε στην 1η Μεραρχία των Βάφφεν Ες-Ες με την ίδια ονομασία.  Προτού μετατεθεί στην Ελλάδα για να τεθεί υπό τις διαταγές του Διοικητή της Αστυνομίας Ασφαλείας (Befehslhaber der Sicherheitspolizei –BdS) τον Ιανουάριο του 1944, είχε υπηρετήσει επί δύο χρόνια στην Einsatzgruppe D στο ανατολικό μέτωπο.[11] Για τους διοικητές σώζονται ζωντανές περιγραφές από τα ίδια τα θύματά τους που τονίζουν τις διαφορετικές τους προσωπικότητες σε σχέση με την αποστολή που είχαν αναλάβει. Σε σχέση με τον «σαδιστή, μέθυσο, τύπο κτηνανθρώπου» Ραντόμσκι, ο Φίσερ ήταν «ψυχρός, υστερόβουλος και καταχθόνιος» και «έκρυπτεν, υπό επιφάνειαν κάπως ολιγώτερον βάρβαρον, την ίδιαν εγκληματικότητα και ανάλογον σαδισμόν».[12]

Η γερμανική φρουρά του στρατοπέδου χωριζόταν σε εξωτερική (ένας λόχος φρουράς [Wachkompanie] με επικεφαλής 1 υπολοχαγό της Αστυνομίας [Schutzpolizei], 23 υπαξιωματικούς και 126 στρατιώτες[13]) και εσωτερική, την οποία αποτελούσαν 38 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες των Ες-Ες. Την εσωτερική φρουρά, ο σταθερός αριθμός της οποίας ανερχόταν σε 15-20 άτομα, αποτελούσαν εθνοτικοί Γερμανοί της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας, με μέσο όρο ηλικίας τα 30 χρόνια.[14] Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες για πρόσωπα και γεγονότα, κυρίως από καταθέσεις μετά την Απελευθέρωση με σκοπό το σχηματισμό δικογραφιών για εγκλήματα πολέμου:

Υποδιοικηταί ήσαν ο ανθυπασπιστής Φραντζ Λοέφλερ, αυστριακός και ο ανθυπασπιστής Τεχτ, διακριθείς δια την απάνθρωπον συμπεριφορά του. Οι άλλοι δήμιοι ήσαν πάντες απλοί στρατιώται, οι περισσότεροι Ούγγροι. Τινών εξ αυτών ενθυμούμαι τα ονόματα Ρισσαρδ Βαις, Ε. Χιρσμανν, Νικόλαος Σέφφερ, Ιάκομπ Σουνεριτς (ο δήμιος της φυλακής), Σμίτζερ, Α. Μελτζερ, Ιακομπ Μουργκεσσαν, και ο χείριστος πάντων Εμμεριχ Κοβατς.[15]

Η λεπτομέρεια σε κάποιες από αυτές τις καταθέσεις (βαθμοί, ονόματα, περιγραφές χαρακτηριστικών προσώπου), πέραν της ακρίβειας ή μη, αντανακλά και τον υψηλό βαθμο «οικειότητας» μεταξύ φρουρών και κρατουμένων σε έναν οριοθετημένο χώρο απόλυτης κυριαρχίας των πρώτων επάνω στους δεύτερους. Πολύ χαρακτηριστικά ως προς αυτό είναι τα παρατσούκλια, όπως «χάρος», «σαγονάκιας», «σύρμας», και η περιγραφή βασανιστηρίων και βιαιοτήτων που αφορούν ένα ειδικό σύμπαν εγκλεισμού. 

Ο πιο άγριος, ο πιο ασυγκίνητος κι ο πιο αδίστακτος απ’ όλους τους άνδρες της εσωτερικής φρουράς ήταν ο Ουγγρογερμανός Κόβατς. Νέος 18 χρονών, πυρόξανθος, κοντός, λεπτός, κακομούτσουνος, με μικρά μάτια και κομμένα τα δάχτυλα του αριστερού χεριού –για αυτό και οι κρατούμενοι τον έλεγαν «ο κουλός»– ήταν σκληρός και αδυσώπητος βασανιστής, σωστός δήμιος. Αεικίνητος, με το πιστόλι στη μέση και το βούρδουλα στα χέρια και με πλούσια φαντασία, είχε κατανήσει ο τρόμος του στρατοπέδου.[16] 

       

Τοπογραφία και κοινωνία των κρατουμένων

Όπως συνέβαινε σε όλα τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, η τοπογραφία του Χαϊδαρίου αντιστοιχούσε σε μια εσωτερική λογική κατανομής των κρατουμένων σε λειτουργίες και επίπεδα απομόνωσης. Το στρατόπεδο αποτελούνταν από κτίρια-μπλοκ τα οποία λειτουργούσαν ως κρατητήρια, και από διάφορα κτίσματα, γραφεία, στρατώνες, αποθηκευτικούς χώρους και εργαστήρια. Τέσσερα μπλοκ, που αρχικά θα χρησιμοποιούνταν ως στρατώνες, είχαν χτιστεί κλιμακωτά από την είσοδο του στρατοπέδου στα δυτικά προς τα ανατολικά. Ήταν αριθμημένα με αριθμούς 1-4 και είχαν δύο ορόφους με παράθυρα από όλες τις πλευρές και το καθένα χωριζόταν σε δύο ανεξάρτητα μεταξύ τους μέρη, ανατολικό και δυτικό, το καθένα με δική του είσοδο με 8-10 σκαλοπάτια στην ΝΑ και ΝΔ πλευρά του κτιρίου, αποχωρητήρια, πλυντήριο με βρύσες και μια τσιμεντένια δεξαμενή. Στα μπλοκ 3 και 4 ήταν τα κελιά των ανδρών, στο υπόγειο του μπλοκ 4 είχε διαμορφωθεί χώρος «ελαφράς απομόνωσης», ενώ το δυτικό τμήμα του μπλοκ 3 λειτουργούσε ως αναρρωτήριο, με εσωτερική διαμόρφωση θαλάμων, γραφείων, τραπεζαρίας και αποθήκης. Μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο –τη δυτική πύλη– βρίσκονταν κατά σειρά τα μαγειρεία, διαγωνίως αριστερά τους το μπλοκ 21 που χρησίμευε για αποθήκη υλικών και συνεργείων και ακριβώς από πίσω, το μπλοκ 20 που στέγαζε το διοικητήριο. Μπροστά στα 20 και 21, προς βορράν, βρίσκονταν το μπλοκ 16 (λουτρά) και το μπλοκ 15, το πειθαρχείο του στρατοπέδου που μετατράπηκε στο κτίριο της απομόνωσης, αναμφίβολα το πιο εμβληματικό οικοδόμημα όλου του συγκροτήματος.

Ανατολικά των τεσσάρων μπλοκ, σε αρκετή απόσταση βρισκόταν το μπλοκ 6 στο οποίο βρίσκονταν οι γυναίκες, Εβραίες και πολιτικές κρατούμενες σε διαφορετικά τμήματα του κτιρίου. Δίπλα από το κτίριο βρίσκονταν τα πλυντήρια. Ανάμεσα στο μπλοκ 4 και το μπλοκ 6 ορθωνόταν μια εσωτερική υπερυψωμένη σκοπιά η οποία οριοθετούσε προς τα ανατολικά τον χώρο του «ελεύθερου στρατοπέδου», εκεί που επιτρεπόταν να βρίσκονται οι κρατούμενοι. Στα υπόλοιπα σημεία ο χώρος καταλαμβανόταν από όσους εργάζονταν σε συνεργεία ή βρίσκονταν σε αγγαρείες.[17] Στο βόρειο τμήμα του στρατοπέδου, ανατολικά του μπλοκ 15 βρισκόταν ο κοιτώνας της φρουράς και ένα μεγάλο μονόρωφο κτίριο –το 13– που χρησιμοποιούνταν ως αποθηκευτικός χώρος για υλικά λεηλατημένα από αποθήκες, σπίτια και καταστήματα της Αθήνας, πολλά από τα οποία εβραϊκά, όπως το κατάστημα του Ιωσήφ Μεγίρ στην Οδό Αιόλου 17 και του Μπενρουμπή στην Οδό Νικίου. Τα μεταποιημένα είδη –έπιπλα, υφάσματα, κοσμήματα– προορίζονταν για διάφορες υπηρεσίες των Ες Ες ή στέλνονταν στη Γερμανία.[18] Ο Αντώνης Φλούντζης είναι αναλυτικός στην περιγραφή των αντικειμένων:

Το τι κουβάλαγαν δεν περιγράφεται: τόπια υφάσματα –μάλλινα και μεταξωτά, έτοιμες φορεσιές– ανδρικές και γυναικείες, σερβίτσια και γυαλικά όλων των ειδών, ραπτομηχανές, σίδερα σιδερώματος, μαχαιροπήρουνα, είδη μαγειρείου, σόμπες, έπιπλα, πίνακες ζωγραφικής κλπ, κλπ. Όλα τα ξεφόρτωναν στο μπλοκ 13, ένα μονόρωφο μεγάλο κτίριο, που από τα πολλά γυαλικά στο στρατόπεδο, το ονόμαζαν «γυαλάδικο».[19]

Οι κρατούμενοι χωρίζονταν σε ειδικότητες (ηλεκτροτεχνίες, μαραγκοί, υδραυλικοί κ.ά.) και κατανέμονταν σε ομάδες καταναγκαστικής εργασίας σε κάποιο από τα εργαστήρια ραπτικής, ξυλουργικής, υποδηματοποιίας ή το μηχανουργείο. Υψηλή θέση στην κοινωνία των κρατουμένων είχαν οι διερμηνείς –οι Ακροναυπλιώτες Παναγιώτης Μαυρομμάτης και Ναπολέων Σουκατζίδης και ο γερμανικής καταγωγής, αντιστασιακός Ντίνος Βασενχόβεν–, οι γιατροί, όπως ο –επίσης Ακροναυπλιώτης– Αντώνης Φλούντζης, οι θαλαμάρχες, οι κουρείς κ.ο.κ. Οι αγγαρείες δεν περιορίζονταν στο εσωτερικό. Οι κρατούμενοι εργάζονταν σε ομάδες και έξω από το στρατόπεδο –με συνοδεία της εξωτερικής φρουράς–, για μεταφορά υλικών με το λεγόμενο «τρανσπορτ κομμάντο» (ή «κουρσάρικο» στην αργκό του στρατοπέδου), κόψιμο ξύλων κ.ά. Μια από τις πιο γνωστές περιπτώσεις εργασίας έξω από το στρατόπεδο ήταν η αποστολή τεσσάρων «εκατονταρχιών» (ομάδες εργασίες των 100) στον Πειραιά, για την εκκαθάριση ερειπίων μετά τον μεγάλο συμμαχικό βομβαρδισμό της 11ης Ιανουαρίου 1944.[20]

 

IV. Πολιτικοί κρατούμενοι και όμηροι αντιποίνων

Ο προορισμός του Χαϊδαρίου ως στρατοπέδου συγκέντρωσης και μεταγωγών ξεκίνησε αμέσως μετά την έναρξη της λειτουργίας του. Τον Οκτώβριο του 1943 εισήλθαν στο στρατόπεδο 300 άνδρες από την Καλαμάτα που είχαν συλληφθεί από τα Τάγματα Ασφαλείας. Στις 4 Νοεμβριου ακολούθησε μια αποστολή 400 κρατουμένων από τις Φυλακές Αβέρωφ, κυρίως μέλη αντιστασιακών οργανώσεων και δύο μήνες αργότερα 324 από τους περίπου χίλιους συλληφθέντες ανάπηρους που είχαν συλληφθεί στις 30 Νοεμβρίου σε διάφορα νοσοκομεία.[21] Από τις αρχές του 1944, άρχισαν να καταφθάνουν στο Χαϊδάρι  με γεωμετρικούς ρυθμούς όλοι οι συλληφθέντες από την Βέρμαχτ, τα Ες-Ες, τα Τάγματα Ασφαλείας, την Ειδική Ασφάλεια και την Χωροφυλακή στην Αθήνα και τον Πειραιά, με μαζικότερες αφίξεις αυτές των «μπλόκων»: 150 κάτοικοι της Κοκκινιάς και 130 της Καλογρέζας τον Μάρτιο, 600 από τον Βύρωνα, 800 από Δουργούτι-Κατσιπόδι και πάνω από 4.000 από την Κοκκινιά τον Αύγουστο. Η καθημερινότητα στο στρατόπεδο δεν διέφερε σε τίποτα από τα στρατόπεδο του Γ’ Ράιχ: Βασανιστήρια, ξυλοδαρμοί, προσκλητήρια και μέτρα ψυχολογικής τρομοκρατίας βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη.     

Ο ρυθμός των μεταγωγών αυξανόταν παράλληλα και με την μαζικοποίηση των εκτελέσεων. Η πρώτη μαζική εκτέλεση πραγματοποίηθηκε στις 12 Δεκεμβρίου, όταν τουφεκίστηκαν 10 ασθενείς κρατούμενοι. Η Δέσποινα Σταματέλου έπλενε τα ρούχα των Γερμανών και θυμάται πως οι εκτελέσεις γίνονταν ακαριαία, μέσα στο στρατόπεδο: «Τους περισσότερους τους καθάριζαν μπροστά μας, μπαμ μπαμ».[22] Στα τέλη Ιανουαρίου 1944, πραγματοποιήθηκε μια ακόμα ομαδική εκτέλεση ως απάντηση στην δολοφονία του υφυπουργού Εργασίας της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη, Νικόλαου Καλύβα από την ΟΠΛΑ στις 27 Ιανουαρίου.[23] Η εντύπωση αυτής της πρώτης εκτέλεσης που σηματοδότησε την αρχή μιας κλιμάκωσης της βίας ήταν ισχυρή, όπως προκύπτει από την παρακάτω μαρτυρία του κρατουμένου Αλέξανδρου Ζήση: 

Στη φυλακή είχε διαδοθεί πως οι κομμουνισταί σκότωσαν τον Υπουργό Καλύβα και πως θα επακολουθούσαν αθρόαι εκτελέσεις. Κι αλήθεια στις 5 το πρωί έφτασε- ίσως γιατί ήταν οι πρώτες ομαδικές από τη φυλακή του Χαϊδαρίου εκτελέσεις- αυτοπρόσωπα ο Διοικητής, μαζί με άλλους αξιωματικούς των Ες Ες δεσμοφύλακες και τα απαραίτητα λυκόσκυλά του. Βγάλαν από τους θαλάμους και τα κελιά τους μελλοθάνατους. Διοικητής, αξιωματικοί, δεσμοφύλακες με διαβολικές φωνές και ουρλιαχτά έπεσαν σαν λυσσασμένοι πάνω στους μελλοθάνατους, σκηνή αφάνταστη σε αγριότητα και κτηνωδία, σκηνή ανείπωτη σε τραγικότητα. Τους δυστυχισμένους αυτούς, γυμνούς και μισοπεθαμένους, από το ξύλο και τα δαγκώματα των σκυλιών τους φόρτωσαν σ’ ένα αυτοκίνητο και σε δέκα λεπτά τους εξετέλεσαν.[24]

Το στρατόπεδο εξελίχθηκε σύντομα σε βασική δεξαμενή ομήρων για τα γερμανικά εκτελεστικά αποσπάσματα, με βασικότερο τόπο εκτελέσεων το Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Τα σχετικά ανακοινωθέντα στον κατοχικό Τύπο συνοδεύονταν συχνά από πλήρη κατάλογο ονομάτων. Κορυφαίο γεγονός –και η μαζικότερη εκτέλεση ομήρων– ήταν η εκτέλεση 200 κομμουνιστών, πρώην εγκλείστων της Ακροναυπλίας, την 1η Μαΐου 1944 στην Καισαριανή, ως μέτρο «εξιλασμού» για την απώλεια του διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών, υποστράτηγου Φραντς Κρεχ (Franz Krech) σε ενέδρα του ΕΛΑΣ στην περιοχή των Μολάων στις 27 Απριλίου. Ο Μάιος ήταν ο πιο αιματηρός μήνας στην πυκνή ιστορία του Χαϊδαρίου, καθώς ακολούθησαν τρεις ακόμα ομαδικές εκτελέσεις, με περισσότερα από 250 θύματα, εκ των οποίων και 10 γυναίκες που τυφεκίστηκαν στις 10 Μαΐου, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.[25] Ξεχωρίζουν ακόμη οι εκτελέσεις στο Χαρβάτι Αττικής στις 21 Ιουλίου (54, δια απαγχονισμού), στη Μάνδρα Αττικής στις 9 Αυγούστου (50), και η  εκτέλεση 59 ανδρών και γυναικών, κυρίως μελών κατασκοπευτικών δικτύων και οργανώσεων στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στην περιοχή της Μονής Δαφνίου, στο σημείο που σήμερα βρίσκεται ο Διομήδειος Βοτανικός Κήπος, ανάμεσα στους οποίους η Λέλα Καραγιάννη κι ο ανθυπολοχαγός του ΕΔΕΣ, Μανώλης Λίτινας.[26] Ο αριθμός των θυμάτων δεν μπορεί να υπολογιστεί με απόλυτη ακρίβεια, οπωσδήποτε όμως ξεπερνά κατά πολύ τα 2.000 άτομα.[27] Το στρατόπεδο ήταν τόσο ταυτισμένο με τη διαδικασία των μαζικών αντιποίνων, ώστε:

το να διαλυθεί το Χαϊδάρι, η μάντρα με τα σφαχτάρια, που έστελνε κάθε τρεις και λίγο στο θυσιαστήριο της Καισαριανής τα αθώα θύματα, δεν χωρούσε καμία αμφιβολία πως ήτο η αρχή του τέλους. Ενός τέλους δηλαδή που μέχρι την τελευταία ημέρα της αποχωρήσεως των Γερμανών δεν εσταμάτησαν τα κακουργήματα.[28]

Κατά την αποχώρηση της Βέρμαχτ από την Ελλάδα, ο Διοικητής της SD στην Ελλάδα, Δρ. Βάλτερ Μπλούμε (Walter Blume) προώθησε τη λεγόμενη «Θεωρία του Χάους» (Chaos-These), που είχε ήδη εφαρμοστεί στην Πολωνία. Επρόκειτο για την τακτική της καμένης γης και προέβλεπε την καταστροφή των βιομηχανικών υποδομών της χώρας, αλλά και των λιμανιών της, ώστε όχι μόνο να προκληθεί χάος στο δρόμο της συμμαχικής προέλασης αλλά και να γίνει αντιληπτό στους Ευρωπαίους, ειδικά της νότιας και ανατολικής Ευώπης πως, «χωρίς τους Γερμανούς δεν είναι δυνατή καμία τάξη». Η «Θεωρία του Χάους» προέβλεπε μεταξύ άλλων και την εκτέλεση πολιτικών ηγετών του αστικού κόσμου που βρίσκονταν έγκλειστοι στο Χαϊδάρι (Γονατάς, Σοφούλης, Καφαντάρης κ.ά.) και τελικά δεν εφαρμόστηκε λόγω αντιδράσεων από πολιτικούς αξιωματούχους και στρατιωτικούς οι οποίοι θεωρούσαν πως το μόνο αποτέλεσμα που θα είχαν μαζικά εγκλήματα της τελευταίας στιγμής, θα ήταν να συνασπίσουν όλες τις παρατάξεις οριστικά εναντίον των Γερμανών.[29]

Εκτός από χώρος εγκλεισμού και θυσίας, το Χαϊδάρι λειτούργησε ως το μεγαλύτερο διαμετακομιστικό στρατόπεδο για όσους εκτοπίζονταν στην επικράτεια του Γ’ Ράιχ. Η πρώτη αποστολή πολιτικών κρατουμένων έφυγε από το σιδηροδρομικό σταθμό του Ρουφ στις 25 Μαΐου, μεταφέροντας περίπου 850 άνδρες και 61 γυναίκες. Οι γυναίκες κατέληξαν στο στρατόπεδο του Ράβενσμπρυκ (Ravensbrück), οι άνδρες στάλθηκαν στο Νώυενγκαμμε (Neungamme).[30] Ένας από αυτούς, ο 16χρονος οπαδός του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων, Λουκάς Κόκκινος που είχε αιχμαλωτιστεί σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Φωκίδα τον Φεβρουάριο, θυμόταν εκείνο το πρωινό που δεν έφερε, όπως συνήθως, την επιλογή για το εκτελεστικό απόσπασμα:

Βλέπουμε πάλι πολυβόλα στις σκοπιές, λένε: «καθίστε κάτω, δεν είναι, δεν έχουμε εκτέλεση, είναι αλλαγή στρατοπέδου». Άλλα πού να τους πιστέψεις αυτουνούς. Αρχίσανε, φώναζε κατάλογο, έρχεται ένας, μου λέει: «Κόκκινε ετοιμάσου». Άι, λέω, πάει σήμερα. «Α ρε παιδιά, λέω, προκειμένου να πεθαίνω κάθε μέρα, καλύτερα σήμερα, να τελειώνει, λέω, αυτή η ιστορία». Ντύθηκα, κατέβηκα, ήτανε κι ο αδερφός μου πιο πέρα, χαιρετηθήκαμε έτσι από μακριά. Μπαίνουμε μες τις κλούβες [...] Και σηκώνεται ένας απάνω, ένας δυο μέτρα, καπετάνιος του ΕΑΜ θα ήταν: «Πατριώτες, τώρα που θα μας πάνε για εκτέλεση, ψηλά το κεφάλι, το χέρι απάνω, γροθιά κλειστή, ζήτω το ΕΑΜ, ζήτω η Ελλάς, ζήτω το ΕΑΜ θα ειπείτε. Τ' ακούσατε;». Ε, εγώ τώρα, παιδαρέλι, δακρύσαν τα μάτια μου. Ξεκινάνε οι κλούβες, φεύγουνε. Κάθε τόσο σταματάγανε, τώρα θα μας κατεβάσ(ου)νε. Αλλά πίσω ο μουσαμάς ήταν ανοιχτός κι ήταν Αθηναίοι μέσα και βλέπανε το δρόμο, που ακολουθούμε. «Πάμε για το Ρουφ,» μου λέει ένας Αθηναίος. Το Ρουφ [σήμαινε πως] ήτανε για τη Γερμανία. Ωπ, ησυχάσαμε λιγάκι. Φύγαμε από το ένα κολαστήριο και πηγαίναμε για τ' άλλο.[31]

 

V. Εβραίοι όμηροι

Στο Χαϊδάρι γράφτηκαν μερικές από τις πιο δραματικές σελίδες της ιστορίας του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα. Από τον Μάρτιο έως τον Αύγουστο του 1944 πέρασαν από στρατόπεδο 4.468 Έλληνες Εβραίοι από τις κοινότητες της Αθήνας, της Κέρκυρας, της Ρόδου και της Κω οι οποίοι σταδιακά εκτοπίζονταν στα γερμανικά στρατόπεδα, κυρίως στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Η παρουσία των Εβραίων ομήρων στο στρατόπεδο συνοψίζονται στο παρακάτω απόσπασμα από την μαρτυρία του Ανρί Μποττόν από την Θεσσαλονίκη:

Από το Χαϊδάρι οργάνωναν τις αποστολές στην Πολωνία. Συλλάμβαναν σποραδικά στην Αθήνα. Εκεί μας συντηρούσε ο Ερυθρός Σταυρός, οι Εβραίοι δικαιούντο μισή μερίδα, τη μισή από τους Ρωμιούς […]. Γενικώς όσοι εκτελέστηκαν ήταν όλοι κομμουνιστές, φανατικοί μέχρι θανάτου. Τους Εβραίους προόριζαν για άλλου είδους θανάτους. Ήταν πράγματα τρομερά και ανεπανάληπτα αυτά που συμβαίνανε εκεί. Σκηνές τρομερές, αλλά είχαν οι εκτελεσθέντες τρομερό ηθικό. Ο Ναπολέων [Σουκατζίδης] ήταν γερμανομαθής και πάντα έτρωγε ξύλο για ό,τι συνέβαινε.[32]

Ανάμεσα στους πρώτους Εβραίους του Χαϊδαρίου ήταν και ο 21χρονος Σλόμο Βενέτσια από την Θεσσαλονίκη, ο οποίος οδηγήθηκε στο Χαϊδάρι μαζί με τους υπόλοιπους συλληφθέντες της Συναγωγής στην Οδό Μελιδώνη, στις 24 Μαρτίου του 1944:

Καθώς δεν υπήρχε χώρος για μας στο κεντρικό κτίριο, μας σώριασαν στα λουτρά, που βρίσκονταν στο προαύλιο της φυλακής. Εκεί δεν υπήρχε τίποτα, ούτε κρεβάτια, ούτε καν μια ψάθα, μόνο τσιμέντο στο έδαφος και οι ντουζιέρες πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Ήταν πολύ κουραστικό και δυσάρεστο. Από το προαύλιο ακούγονταν διαρκώς πυροβολισμοί- οι εκτελέσεις έπειτα από συνοπτικές διαδικασίες των πολιτικών κρατουμένων […] Την επόμενη οι Γερμανοί μας διέταξαν να γδυθούμε για να μας ψάξουν. Έβαλα την λίρα μου στο στόμα και την κατάπια. Την επόμενη πήγα στην τουαλέτα για να βγάλω το χρυσό αυγό όπως το λέγαμε. Έμεινα στο Χαϊδάρι μια βδομάδα.[33]

Αν και η παραμονή των Εβραίων ήταν σχετικά σύντομη, οι συνθήκες εγκλεισμού και η αντιμετώπιση από τους φρουρούς ήταν για εκείνους τόσο άθλιες, ώστε μερικοί να θεωρούν την εμπειρία του Χαϊδαρίου το ίδιο τραυματική με εκείνα που θα ακολουθούσαν. Ο Σαμ Νεχαμά, δεκατεσσάρων ετών, μεταφέρθηκε βίαια από ένα σπίτι στην Αθήνα όπου κρυβόταν στο Χαϊδάρι, αφού πέρασε τις δύσκολες στιγμές της ανάκρισης στη Μέρλιν. Για την εμπειρία του χαρακτηριστικά αναφέρει:

Η χειρότερη περίοδος ήταν στο Χαϊδάρι, εκεί ήταν χειρότερα από το Άουσβιτς. Δούλευα πολύ σκληρά σε καταναγκαστικά έργα, μετακινούσα άσκοπα και ολημερίς βαριές πέτρες από την μία άκρη στην άκρη, υπό την διαρκή απειλή του μαστιγίου.[34]  

Η Φλόρα Μπενβενίστε, αργότερα όμηρος στο Μπέργκεν Μπέλσεν περιγράφει την καθημερινότητα στο Μπλοκ 15 με τα μελανότερα χρώματα: «Δεν είχαμε κουβέρτες, ούτε φαγητό, κοιμόμασταν στο πάτωμα. Μια σούπα και ένα κομμάτι ψωμί όλη μέρα. Περιμέναμε και περιμέναμε. 15 μέρες ήμασταν εκεί, 150 άνθρωποι».[35] Ο Μορίς Βενέτσια περιγράφοντας τις συνθήκες διαβίωσης τονίζει την πλήρη απουσία φαγητού και νερού, [36] ενώ η Ρεβέκκα Ααρών, συγκράτησε στη μνήμη της την αλόγιστη βία που αποτελούσε καθημερινότητα στο Χαϊδάρι:

 

Βρε παιδιά ήταν η πρώτη φορά που είδα εκτέλεση και δεν μπορώ να σας πω πόσο κακό μου έκανε. Ήταν 9 παιδιά, τους έδωσαν τσαπιά να σκάψουν τους τάφους τους. Ήμουν 17 χρονών […] Ήταν μια κατάσταση πνιγηρή, γεμάτη τρόμο, γεμάτη φόβο. Έδωσαν τόσο ξύλο στη μητέρα μου που το αίμα απ’ τη μύτη έτρεχε έτσι. Τρομοκρατήθηκα.[37]

Η πρώτη αποστολή έφυγε για το Άουσβιτς στις 2 Απριλίου του 1944, με περίπου 700 άνδρες και γυναίκες που είχαν πιαστεί στην Αθήνα. Οι αποστολές των Εβραίων της Ρόδου και της Κέρκυρας που ακολούθησαν τον Ιούλιο υπήρξαν από τις πιο βίαιες. Ο Νεχαμά, όπως και ο Φλούντζης, συμφωνούν πως οι Εβραίοι της Ρόδου έφτασαν στο στρατόπεδο σε φρικτά χάλια. Η Άννα Αλμελέ, Εβραία από τη Ρόδο, αναφέρεται σε εκείνη την αποστολή: «Υποφέραμε, ήταν Ιούλιος και είχε τρομερή ζέστη. Χάσαμε πολλούς σε εκείνη τη μεταφορά. Δεν ξαναείδα ποτέ τη μητέρα μου, ούτε τον πατέρα και τον αδελφό μου».[38] Η Λούσυ Αμάτο, στην ίδια μεταφορά, αναφέρει πως οι Ροδίτες Εβραίοι έκλαιγαν ζητώντας φαγητό και νερό.[39] Ο Ανρί Μποττόν στη μαρτυρία του τονίζει τον αποτρόπαιο τρόπο μεταφοράς τους: «Ήταν κάπου 3.000 γυναικόπαιδα, κάτω από συνθήκες κόλασης, να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Κουβαλούσαν απίστευτα πράγματα, κατσαρόλες, τηγάνια...».[40] Η Ματίλντε Καπελούτο, περιγράφει την διαδικασία ελέγχου άμα τη αφίξει τους στο Χαϊδάρι: «Μας έγδυσαν, ήμασταν εντελώς γυμνές. Το σοκ ήταν τεράστιο για εμάς καθώς ζούσαμε σε παραδοσιακά περιβάλλοντα».[41] Η Κλαιρ Κοντρόν θυμάται πως ζητούσαν απεγνωσμένα νερό και πως η πείνα τους ήταν τρομερή.[42] Το ίδιο ζοφερό κλίμα περιγράφει και η Ματίνα Αλαλούφ, που κρατήθηκε στο Χαϊδάρι τον Ιούνιο του ’44: «Ήμασταν σε ένα δωμάτιο ο ένας πάνω στον άλλο. Ξύλο, επιθεώρηση από πάνω και από κάτω. Φαγητό δεν υπήρχε».[43]

 

VI. Μεταπολεμική χρήση του στρατοπέδου

Η κατοχική ιστορία του Χαϊδαρίου ολοκληρώθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1944 και λίγους μήνες αργότερα, το στρατόπεδο περιήλθε εκ νέου στην κυριότητα του ελληνικού στρατού και μετονομάστηκε επίσημα σε «Στρατόπεδο Καραϊσκάκη Α». Την 1η Μαΐου 1946 παραχωρήθηκε από την ΙΙΙ Ορεινή Ταξιαρχία «Ρίμινι» στο νεοσύστατο Κέντρο Εκπαίδευσης Διαβιβάσεων (ΚΕΔΒ) και εκτοτε λειτουργεί ως έδρα του όπλου των Διαβιβάσεων.[44] Λιγότερο γνωστό είναι πως το στρατόπεδο συνέχισε να λειτουργεί ως τόπος εγκλεισμού, τρομοκρατίας και βασανιστηρίων, με θύματα στρατιώτες αλλά και πολίτες αριστερών φρονημάτων. Ανάμεσα σε δεκάδες σχετικές μαρτυρίες, αρκετές από τις οποίες δημοσιεύτηκαν στον Τύπο της εποχής –στην Ελεύθερη Ελλάδα και τον Ριζοσπάστη– ξεχωρίζει αυτή του Σ. Κυριακίδη με ημερομηνία 29 Δεκεμβρίου 1946:

Συνελήφθην την πρωίαν της 31.8.46 [….] εις το νο 15 κτίριον του Χαϊδαρίου ως εκ των υστέρων και μετά παρέλευσιν 33 ημερών έμαθα. […] Την αυτήν νύκτα μετά τον εγκλεισμόν μου εις το υπ. αριθμ. 8 κελί μου του Νο 15 εδέχθην την πρώτην επίθεσιν του προσωπικού αποτελούμενου από εκτελεστάς και βασανιστάς των Ες Ες και ταγματασφαλίτας […]. Ο Μπάρλας ήρχισε να με κτυπά εις την πλάτην με βούρδουλα μήκους 1 μ. αποτελούμενον από τριπλό συρματόσκοινο με κόμπο στην άκρη μέχρις αιματώσεως επιθέτοντας κατόπιν αλάτι […]. Ανάμεσα στους τρομερούς πόνους και τα βασανιστήρια ήκουσα το λοχία να με καλεί να του υπογράψω κάτι χαρτάκια χωρίς να μου ανακοινώνει το περιεχόμενό τους.

Η χρήση των ίδιων κτιρίων –κυρίως του φορτισμένου μπλοκ 15– με εκείνη την περιόδου της Κατοχής ενίσχυε την αίσθηση συνέχειας των διώξεων και ατιμωρησίας των δοσιλόγων, ένα από τα βασικά επίδικα της εμφυλιοπολεμικής διαμάχης. Ο Πέτρος Σταματινός, αναφέρει:

Στις 13/8/46 ώρα 3 μ.μ. ήρθαν στο εργοστάσιο Ρεζσίνα που δούλευα αστυφύλακες του τμήματος Καστέλλας και με συνέλαβαν λέγοντάς μου ότι με ήθελε ο Δ/ντης του Τμήματος για να με ρωτήσει κάτι. [….] Στα κρατητήρια της ΕΣΑ Ελευσίνας έμεινα οχτώ μέρες. Μετά με μετέφεραν και με άλλους μαζί στο Χαϊδάρι με αυτοκίνητο της ΕΣΑ. Όταν φτάσαμε μας κλείσανε στο γερμανικό απομονωτήριο Μπλοκ 15. Την ώρα που μας κατέβασαν από το αμάξι άκουσα τον υπολ/γο Πορφύρη να λέει στον άγνωστό μου πολίτη ‘εκεί θα σας τυφεκίσουμε γιατί εκεί θα σας τυφέκιζαν και οι Γερμανοί’. Ήτανε πραγματικά ένας τοίχος πίσω από το Μπλοκ 15 όπου τυφεκίζονταν και οι πατριώτες στην Κατοχή […] Μας έβαλαν σε ένα μικρό κελί που δεν χωρούσε τρεις ανθρώπους και κει περάσαμε τρεις μαρτυρικές νύχτες. Όλη τη νύχτα άκουγα τις φωνές και τα σκουξίματα των φαντάρων που βασανίζανε πίσω από τα κρατητήρια. Για να πάμε για τη σωματική μας ανάγκη δεν μας ανοίγανε αν δεν χτυπούσαμε με το ρυθμό του ‘έρχεται’. Τον έναν από τους δύο πολίτες, ο οποίος όπως έμαθα πιο ύστερα λεγόταν Μανιάς Γ., τον έπαιρναν κάθε βράδυ και τον έφερναν μισολιπόθυμο.[45]

 

VII. Δημόσια ιστορία και μνήμη

Η υπόμνηση της ιστορικής σημασίας του στρατοπέδου είναι καθ’ όλα προβληματική. Η συλλογική μνήμη έχει μια μάλλον τοπική εμβέλεια. Ο Δήμος Χαϊδαρίου έχει υιοθετήσει ως έμβλημα μια παπαρούνα να ξεπροβάλλει μέσα από το συρματοπλεγμένο μπλοκ 15. Το έμβλημα αυτό καθιερώθηκε ύστερα από αρχιτεκτονικό διαγωνισμό που προκηρύχθηκε το 1986, όπου και τέθηκε ως όρος, το σύμβολο της πόλης να είναι εμπνευσμένο από το στρατόπεδο. Μια δεύτερη ενέργεια συμβολικής σημείωσης του χώρου, επίσης τη δεκαετία του ’80, ήταν η μετονομασία του δρόμου που οδηγεί στο στρατόπεδο σε «Οδός Αγωνιστών Στρατοπέδου Χαϊδαρίου». Ο δρόμος αυτός θεωρείται ιστορικός καθώς ήταν ο μόνος δρόμος που οδηγούσε στην Ιερά Οδό και σε άλλους προορισμούς. Αυτές οι ενέργειες αποτελούν το ένα άκρο ενός παράδοξου διπόλου. Στο άλλο άκρο βρίσκεται η μακροχρόνια παραμέληση των κτισμάτων, η απουσία ενός κεντρικού μνημείου και η συνεχιζόμενη χρήση του στρατοπέδου από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας που επιβάλλει μια άτυπη «ομηρία» των εγκαταστάσεων. Μέχρι το 1982, χρονιά επίσημης αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης απ’ την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, δεν επιτρεπόταν σε κανέναν η είσοδος στο στρατόπεδο. Το 1982 επιτράπηκαν οι εκδηλώσεις μέσα στο στρατόπεδο και στο χώρο του μπλοκ 15. Στις 27 Απριλίου 1984, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, το μπλοκ 15 αναγνωρίστηκε ως μνημείο της Εθνικής Αντίστασης. Στην είσοδο του κτιρίου έχει τοποθετηθεί μια πλάκα στην οποία αναγράφεται: «Μπλοκ 15, 1943- 44. Τόπος θυσίας και μαρτυρίων των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Ορμητήριο και χαράκωμα του αγώνα για τη λευτεριά του λαού μας».

Το Χαϊδάρι αποτελεί, κατά τρόπο παραδειγματικό, μια από τις πλέον παραμελημένες περιοχές –με τη διπλή έννοια της λέξης– συλλογικής μνήμης γύρω από την Κατοχή. Η σήμανση όσων κτιρίων συνδέονται με το Χαϊδάρι ή αφορούν τον ίδιο τον χώρο του στρατοπέδου απέχει πολύ από το επίπεδο της ανάδειξής τους σε μνημεία ή έστω χώρους ιστορικής αναφοράς. Όλα τα υλικά κατάλοιπα του κεντρικού συστήματος εγκλεισμού και ναζιστικής τρομοκρατίας στην κατεχόμενη Ελλάδα έχουν παρασυρθεί από τον χρόνο, την ιστορική αμνησία και τις, όχι πάντοτε ιδεολογικά ουδέτερες, προτεραιότητες της αστικής ανάπλασης. Η Σχολή Μεταξά στην Οδό Βασιλίσσης Σοφίας κατεδαφίστηκε το 1962. Τα κτίρια της Οδού Μέρλιν κατεδαφίστηκαν τη δεκαετία του ’80. Στη θέση των ανακριτικών γραφείων της SD, μεταπολεμικά ιδιοκτησία της Εθνικής Ασφαλιστικής, ορθώνεται σήμερα ένα πολυκατάστημα ομορφιάς. Ένα άγαλμα, μια αναμνηστική πλάκα και μια αυθεντική πόρτα κελιού στην είσοδο είναι οι μόνες υπομνήσεις του κατοχικού παρελθόντος. Τουλάχιστον σε σχέση με το μεγαλύτερο στρατόπεδο της Ελλάδας, η ακριβέστατη παρατήρηση του Μαρκ Μαζάουερ σχεδόν 25 χρόνια διατηρεί την ισχύ της:  

Για τους επισκέπτες που εισρέουν στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι η Κατοχή είναι πρακτικά αόρατη, την ώρα που βρίσκονται ξαπλωμένοι στις ηλιόλουστες παραλίες ή εξοικειώνονται με τους ερειπωμένους ναούς και τα θέατρα. Στην Ελλάδα, όπως και αλλού, ο μεταπολεμικός κόσμος κρύβει πολύ καλά την καταγωγή του· για εκείνους όμως που ξέρουν πού να ψάξουν- πίσω από τους φράκτες των εγκαταλειμμένων εβραϊκών επαύλεων, στη Θεσσαλονίκη, στο Χαϊδάρι, όπου οι καινούργιες πολυκατοικίες κόβουν τη θέα προς το χώρο της άλλοτε διαβόητης ‘Βαστίλης της Ελλάδας’-, οι ουλές από τις κατοχικές πληγές της υπάρχουν ακόμη.[46]

 


Ενδεικτική βιβλιογραφία

Σλόμο Βενέτσια, Sonderkommando. Μέσα από την κόλαση των θαλάμων αερίων, (μετάφραση Κυριακή Χρα), Πατάκης, Αθήνα 2008.

Άννα Μαρία Δρουμπούκη, Μνημεία της Λήθης. Ίχνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, Πόλις, Αθήνα 2014.

Ralph Klein, «Chaidari». Στο: Wolfgang Benz, Barbara Distel (επιμ.), Der Ort des Terrors. Geschichte der nationalsozialistischen Konzentrationslager, Τόμος 9, Verlag C.H. Beck, Μόναχο 2009, σ. 559-572.

Λουκάς Ευθ. Κόκκινος, Μια εποχή στην κόλαση των γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αναμνήσεις ενός ομήρου, Άμφισσα 2009.

Θέμος Κορνάρος, Στρατόπεδο Χαϊδαρίου, Αθήνα 1963.    

Ίρις Σκαραβαίου, Το Στοιχειωμένο Χαϊδάρι (Η Ελληνική Βαστίλλη), Αθήναι 1944.

Τζίνης Γιώργος, Ματωμένα τετράδια. Καλλιθέα-Αβέρωφ-Χαϊδάρι, Θουκυδίδης, Αθήνα 1980.

Αντώνης Ι. Φλούντζης, Στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Κάστρο και βωμός της Εθνικής Αντίστασης, Παπαζήσης, Αθήνα 1976.

Κώστας Χατζηπατέρας, Μαρία Φαφαλιού-Δραγώνα, Μαρτυρίες 1941-’44. Η Αθήνα της Κατοχής, Κέδρος, Αθήνα 2003.

 


Διαδικτυακοί τόποι

http://www.gedenkorte-europa.eu/de_de/kz-chaidari.html

http://xpolis.blogspot.de/2015/09/8-1944.html

 


Υποσημειώσεις

[1] Αντώνης Ι. Φλούντζης, Χαϊδάρι. Κάστρο και βωμός της Εθνικής Αντίστασης, Παπαζήσης, Αθήνα 1976, σ. 21.

[2] Στο ίδιο, σ. 749.

[3]  Κώστας Χατζηπατέρας, Μαρία Φαφαλιού- Δραγώνα, Μαρτυρίες 1941-’44. Η Αθήνα της Κατοχής, Κέδρος, Αθήνα 2003, σ. 153-154.

[4] Βλ. Νίκος Παπαναστασίου, Χάγκεν Φλάισερ, «Το ‘οργανωμένο Χάος’, η γερμανική κατοχική διοίκηση στην Ελλάδα», στο: Χρήστος Χατζηιωσήφ, Προκόπης Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατοχή- Αντίσταση 1940-1945, τόμος Γ1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ. 120-121.

[5] Ιστορικό Αρχείο Υπουργείο Εξωτερικών [ΙΑΥΕ], 1945, φάκελος 4.8, A.C. Sedgwick, “Haidari Prison Outside Athens ranks high among Nazi horrors”, New York Times, 2.11.1944.

[6] Βλ. Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης 1941- 1944, τόμος Β’, Παπαζήσης, Αθήνα 1995, σ. 334.

[7] Ralph Klein, «Chaidari». Στο: Wolfgang Benz, Barbara Distel (επιμ.), Der Ort des Terrors. Geschichte der nationalsozialistischen Konzentrationslager, Τόμος 9, Verlag C.H. Beck, Μόναχο 2009, σ. 559-572 (566).

[8]  Δημήτρης Γατόπουλος, Ιστορία της Κατοχής, Μέλισσα, Αθήνα 1961, σ. 221. Πβλ. Φλούντζης, σ. 55.

[9] Θέμος Κορνάρος, Στρατόπεδο Χαϊδαρίου, Αθήνα 1963, σ. 124-125.

[10] Αρχείο Ληξιαρχείου Δήμου Αθηναίων, Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου Χαΐμ Λεβή, 51/ΙΑ/1945, όπου και το σχόλιο του ληξίαρχου ως προς την αιτία θανάτου: «εκτέλεση από τον Γερμανόν Φρούραρχον Ραντόμσκυ».

[11] Νational Archives [NΑRA], T 175, Roll 475, fr 2998336, Befehlshaber der Sicherheitspolizei Athen, Personalliste, 15.7.1944.

[12] ΙΑΥΕ, 1945, φάκελος 4.1., διεύθυνση Μελετών, Βασίλειον της Ελλάδος, Υπουργείον Εξωτερικών, Δ/σις Μελετών&Πληροφοριών, αρ. πρωτ. 167/Δ.Μ. 2, Εν Αθήναις τη 11 Ιανουαρίου 1945, «Περί γερμανικού στρατοπέδου συγκεντρώσεως Χαϊδαρίου». Στο ίδιο, Κωνσταντίνος Βατικιώτης, «Η κράτησίς μου εις το εν Χαϊδαρίω γερμανικόν στρατόπεδον συγκεντρώσεως», χ.χ.

[13] Bundesarchiv [BArch], RH 34/263, Anlage zu Stadtkommandantur Athen, Tgb. Nr. 730/44, Truppenliste der in Athen anwesenden Einheiten, 10.4.1944. Από το ίδιο έγγραφο –Απρίλιος 1944– προκύπτουν κι άλλες γερμανικές μονάδες με ένδειξη έδρας τους «στρατώνες» Χαϊδαρίου (Chaidari Kaserne): Α) Σχολή Αντιαεροπορικού Πυροβολικού 21 (Feld-Flakartillerie-Schule 21) με τομέα την Νοτιανατολική Ευρώπη η οποία είχε πρόσφατα μεταφερθεί από το Βελιγράδι, συνολικά 2 αξιωματικοί, 28 υπαξιωματικοί και 96 οπλίτες. Β) 21/XII Μηχανοκίνητη Αντιαεροπορική Πυροβολαρχία (Flak-Transport-Batterie 21./XII) με δύναμη 2 αξιωματικούς, 13 υπαξιωματικούς, 82 οπλίτες και 12 Ιταλούς βοηθητικούς (Hiwis). Γ) 2η Μοίρα Αυτοκινήτων του Ναυτικού (Mar. Kw.-Einsatz-Abt.) με 3 αξιωματικούς, 46 υπαξιωματικούς και 261 οπλίτες

[14] BArch, R/70 Griechenland/I, Durchgangslager Chaidari an Befehlshaber der Sicherheitspolizei, 8.5.1944, διάφορα έγγραφα. Την «ουγγρογερμανική» προέλευση των περισσότερων ανδρών επιβεβαιώνει και ο Φλούντζης, σ. 79.

[15] ΙΑΥΕ, 1945, φάκελος 4.1., διεύθυνση Μελετών,  Κωνσταντίνος Βατικιώτης, «Η κράτησίς μου εις το εν Χαϊδαρίω γερμανικόν στρατόπεδον συγκεντρώσεως», χ.χ. Για τους άλλους αξιωματικούς και στρατιώτες της φρουράς, πβλ. Φλούντζης, σ. 78-81, όπου η πληροφορία πως το μεγαλύτερο μέρος της φρουράς ήταν Γερμανοί της Ουγγαρίας.

[16] Φλούντζης, σ. 79.

[17] Στο ίδιο, σ. 23-25.

[18] ΙΑΥΕ, 1945, φάκελος 4.1, διεύθυνση Μελετών, Κωνσταντίνος Βατικιώτης, «Η κράτησίς μου εις το εν Χαϊδαρίω γερμανικόν στρατόπεδον συγκεντρώσεως», χ.χ.

[19] Φλούντζης, σ. 66.

[20] Τζίνης Γιώργος, Ματωμένα τετράδια. Καλλιθέα-Αβέρωφ-Χαϊδάρι. Θουκυδίδης, Αθήνα 1980.

[21] Φλούντζης, σ. 45, 282-285.

[22] Visual History Archive, αρ. συνέντευξης 38939-26, 17/2/1998.

[23] Ιάσονας Χανδρινός, Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942- 1944, Θεμέλιο, Αθήνα 2012, σ. 191.

[24] ΙΑΥΕ, 1945, φάκελος 4.1, διεύθυνση Μελετών, αναφορά Αλέξανδρου Ζήση, Νοέμβρης 1944.

[25] Γεωργαντά, Ελένη, βιντεοσκοπημένη συνέντευξη, mog018, 29.7.2016, Ψηφιακό Αρχείο «Μνήμες από την  Κατοχή στην Ελλάδα / Erinnerungen an die Okkupation in Griechenland»,  www.occupation-memories.org, DOI: 10.1234/dis.mog018 (τελευταία είσοδος: 30.11.2017). Πβλ. Φλούντζης, σ. 413-422.

[26] Για όλες τις λεπτομέρειες, βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Χαϊδάρι, 8 Σεπτεμβρίου 1944. Η Αόρατη Στρατιά στο απόσπασμα. Πατάκης, Αθήνα 2002.

[27] Klein, σ. 560.

[28] Από χρονογράφημα του Νίκου Γ. Μεταξωτού (Φεβρουάριος 1982), στο: Χατζηπατέρας, Φαφαλιού, σ. 99. Ενδεικτικό του ισχυρού ψυχολογικού αντικτύπου και των τεράστιων διαστάσεων που είχε προσλάβει η «Βαστίλλη της Ελλάδας» είναι η εκτίμηση, αμέσως μετά την Απελευθέρωση, πως είχαν εκτελεστεί τουλάχιστον 85.000 κρατούμενοι. Βλ. Ίρις Σκαραβαίου, Το Στοιχειωμένο Χαϊδάρι (Η Ελληνική Βαστίλλη), Αθήναι 1944, σ. 23. 

[29] Hagen Fleischer, “Deutsche „Ordnung“ in Griechenland 1941- 1944”, στο: Loukia Droulia, Hagen Fleischer (επιμ.), Von Lidice bis Kalavryta. Widerstand und Besatzungsterror. Studien zur Repressalienpraxis im Zweiten Weltkrieg, Metropol, Berlin 1999, σ. 208.

[30] Detlef Garbe, Konzentrationslager Neuengamme. Geschichte, Nachgeschichte, Erinnerungen, KZ-Gedenkstätte Neuengamme/Edition Temmen, 2014, σ. 104, 134.

[31] Κόκκινος, Λουκάς, βιντεοσκοπημένη συνέντευξη, mog013, 14.6.2016, Ψηφιακό Αρχείο «Μνήμες από την  Κατοχή στην Ελλάδα / Erinnerungen an die Okkupation in Griechenland»,  www.occupation-memories.org, DOI: 10.1234/dis.mog013 (τελευταία είσοδος: 02.12.2017).

[32] Visual History Archive, αρ. συνέντευξης 42858.

[33] Σλόμο Βενέτσια, Sonderkommando. Μέσα από την κόλαση των θαλάμων αερίων, (μετάφραση Κυριακή Χρα), Πατάκης, Αθήνα 2008, σ. 48-51.

[34] Visual History Archive, αρ. συνέντευξης 687, 25.1.1995. Πβλ. συνέντευξη στην Άννα Μαρία Δρουμπούκη στις 9 Ιανουαρίου 2008.

[35] Visual History Archive, αρ. συνέντευξης 47902-0, 12.11.1998.

[36] Visual History Archive, αρ. συνέντευξης 20405-1, 24.10.1996.

[37] Visual History Archive, αρ. συνέντευξης 45239, 13.6.1998.

[38] Visual History Archive, αρ. συνέντευξης 06738-91, 16.11.1995.

[39] Visual History Archive, αρ. συνέντευξης 14687-21, 8.5.1996.

[40] Visual History Archive, αρ. συνέντευξης 42858.

[41] Visual History Archive, αρ. συνέντευξης 18735.

[42] Visual History Archive, αρ. συνέντευξης 44115.

[43] Visual History Archive, αρ. συνέντευξης 48964.

[44] http://www.army.gr/default.php?pname=sub_diavivaseis_ekpaideusi_KEDV_genikastoixeia&la=1 (τελευταία είσοδος: 05.12.2017).

[45] ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 421 25.3, φ. 25/3/5, επιστολή Πέτρου Σταματινού, 13.8.1946. Στο ίδιο, επιστολές των Ιωάννη Δρακονάκη (17.1.1947), Γεώργιου Πανταζή (16.1.1947) και Κωνσταντίνου Αυτσάρδου (13.2.1947).

[46] Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, Αθήνα, Αλεξάνδρεια 1994, σ. 407.