Ιστορικά στοιχεία του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά

Χάρτης του 1944 στο οποίο διακρίνονται ο αρχικός κτηριακός πυρήνας του στρατοπέδου και η προς βορρά επεκτάσεις του

Παρασκευή Κούρτη  Δρ Αρχιτέκτων, Α. Δ/ντρια Σχεδιασμού, Αστικής Ανάπτυξης & Χρηματοδοτικών Προγραμμάτων Δήμου Παύλου Μελά

Εισαγωγή

Η έκταση του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά παραχωρήθηκε στον ομώνυμο Δήμο τον Οκτώβριο του 2017. Εν αναμονή των εργασιών που θα μετατρέψουν τον ελεύθερο του χώρο σε υπερτοπικής κλίμακας πάρκο και τα εναπομείναντα κτίσματα σε πυρήνες κοινωφελών δραστηριοτήτων παραμένει για λίγο ακόμη σαν μια φυσαλίδα γεμάτη αντιφάσεις: άλλοτε φιλόξενη, οικειοποιίσιμη και γεμάτη ζωή και άλλοτε σκοτεινή και απωθητική. Σε μια τέτοια αντίστοιχη συνθήκη μπορεί να βρίσκονται και άλλοι εγκαταλειμμένοι ή υπό διαμόρφωση χώροι σε μια πόλη. Ωστόσο, η δυσκολία επανάχρησης και ένταξης του συγκεκριμένου χώρου στον αστικό ιστό και την κοινωνική ζωή της πόλης αποτελεί μια ιδιαίτερη πρόκληση λόγω της μνήμης, των αισθημάτων και των εντυπώσεων που εγκαλεί η ιδιαίτερη ιστορία του. Από τις διαφορετικές φάσεις αυτής της ιδιαίτερης ιστορίας, στο παρόν κείμενο, καλύπτεται η περίοδος από την αρχική διαμόρφωση του χώρου ως Οθωμανικό στρατόπεδο έως και την κατάληψή του από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Δεδομένου ότι η ιστορική αυτή φάση συνδέεται στενά με την νεότερη μεταβατική πορεία της πόλης προς τον 20ο αιώνα περιλαμβάνονται στο κείμενο και αναφορές που αφορούν την ευρύτερη περιοχή της δυτικής Θεσσαλονίκης, στην οποία άλλωστε εντάσσεται χωροταξικά η έκταση του πρώην στρατοπέδου.

 

Ίδρυση και λειτουργία του στρατοπεδικού χώρου, 1890 - 1940

Στο τέλος του 19ου αιώνα, ο Οθωμανικός στρατός υιοθέτησε ένα εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα που περιελάβανε αναδιάταξη των στρατιωτικών δυνάμεων, ίδρυση και λειτουργία νέων στρατοπέδων, κατασκευές υποδομών και άλλες ενέργειες. Το πρόγραμμα αυτό εκπορεύονταν πιθανά από την ανάγκη συγκράτησης όσων εδαφών είχαν απομείνει στην άλλοτε πανίσχυρη Οθωμανική αυτοκρατορία. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος περιλαμβάνεται και η ίδρυση των στρατώνων Topçu Kışlası (στρατώνων πυροβολικού) στην θέση του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά. Αναλυτικότερα, το τουρκικό κράτος αγόρασε το έτος 1890 (= 1306) ένα τμήμα γης 247 περίπου στρεμμάτων που ανήκε από το 1881 στην ιδιοκτησία της Σαφιγιέ Χανούμ, κόρης του Ισχάκ Αγά, σύμφωνα με τον υπ.αριθμ. 24 του έτους 1927 (=1881) τίτλο κυριότητας του Τουρκικού Κτηματολογίου Θεσσαλονίκης (Δέλλιος et al, 2011: 13). Το τμήμα αυτό γης συνόρευε στα νότια με το ρέμα Egri Dere (Λοξός Λάκκος), στα δυτικά με την αμαξιτή οδό Λαγκαδά και στις άλλες πλευρές με αγροτεμάχια και βοσκότοπους της ίδιας ιδιοκτήτριας, η οποία σύμφωνα με το βιβλίο πρακτικών του Αυτοκρατορικού Κτηματολογίου κατείχε στην περιοχή 5.400 τουρκικά στρέμματα. Το παλαιότερο χαρτογραφικό τεκμήριο στο οποίο εντοπίζονται οι Οθωμανικές στρατοπεδικές εγκαταστάσεις είναι ένας χάρτης του 1900. Εφεξής βέβαια το στρατόπεδο θα σημειώνεται σε διάφορα αντίστοιχα τεκμήρια, σε χάρτη του 1909, καθώς και σε χάρτη του 1910 με την σημείωση «Στρατώνες Πυροβολικού και Ιππικού. Πυριτιδαποθήκες».

Χάρτης της περιοχής του 1909 στον οποίο απεικονίζονται οι στρατώνες πυροβολικού και οι πρώτες εγκαταστάσεις της Μονής Λαζαριστών. Πηγή υποβάθρου: ΕΚΕΠΠ-ΕΚΕΧΧΑΚ — Εθνική Χαρτοθήκη, Συλλογή Παπαϊωάννου.

Οι γραπτές αναφορές της εποχής για το στρατόπεδο προέρχονται από οδοιπορικά, που αν και λίγες, μας παρέχουν μια καλή εικόνα για τον τόπο και την ιστορία του. Μια από τις πρώτες τέτοιες αναφορές είναι του ταγματάρχη μηχανικού Νικόλαου Θ. Σχινά ο οποίος μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας περιόδευσε ως μυστικός απεσταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης την Μακεδονία το 1885, με σκοπό να καταγράψει τους δρόμους και τα περάσματα που θα χρησιμοποιούνταν σε μελλοντική προέλαση του ελληνικού στρατού. Διερχόμενος από την οδό Λαγκαδά προς τις Σέρρες, περιγράφει την θέση, πριν ακόμη κατασκευαστεί το στρατόπεδο, ως περιοχή στην οποία «το θέρος κατασκηνώνει το ιππικό». Το 1906 ο Γεώργιος Χατζηκυριάκου στο βιβλίο του «Εντυπώσεις» αναφέρεται στο στρατόπεδο ως “αλληλουχία νεοκτίστων του πυροβολικού στρατώνων μετά σταύλων, κήπων και αποθηκών πυρομαχικών” (Λαζαρίδης, 1997: 68 - 70). Τέλος, το 1911 ο γυμνασιάρχης Π. Κοντογιάννης περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από μαθητική εκδρομή προς τη Λητή αναφέρει για το στρατόπεδο “...Είναι πολλά τα οικοδομήματα ταύτα και φαίνονται από μακράν ως ολόκληρος συνοικισμός. Ανηγέρθησαν προ ολίγων ετών κατά γερμανικά υποδείγματα. Είναι και ούτοι έργα του Χαμίτ μαζί με πολλά στρατιωτικά έργα, τα οποία όμως δεν εξιλέωσαν ενώπιον της οργής των Νεοτούρκων”  (Λαζαρίδης, 1997: 70 - 72).

Χάρτης του 1927 στον οποίο διακρίνεται η θέση του στρατοπέδου αλλά και οι αρχικοί πυρήνες των προσφυγικών συνοικισμών που άρχισαν να σχηματίζονται από το 1914 και μετά στην ευρύτερη δυτική περιοχή. Πηγή υποβάθρου: ΕΚΕΠΠ-ΕΚΕΧΧΑΚ — Εθνική Χαρτοθήκη, Συλλογή Παπαϊωάννου. Επεξεργασία - χρωματισμός στο (Κούρτη, 2017: 161).

Γενικά το ποικίλο διαθέσιμο χαρτογραφικό και φωτογραφικό υλικό,  που αντιστοιχεί στα πρώτα χρόνια ίδρυσης και λειτουργίας των οθωμανικών στρατώνων, αποδίδει την εικόνα ενός μεγάλου κτηριακού συγκροτήματος σε μια περιοχή που δεν είχε ακόμη οικιστικά εξελιχθεί και που μάλιστα περιγράφεται από τους περιηγητές τόσο «έρημη και εγκαταλειμμένη» που σου «σφίγγει την καρδιά»[1]. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι το τοπίο της δυτικής λεκάνης δεν αποτελούσε ιδιαίτερα φιλόξενο τόπο, καθώς λόγω της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας της, η πεδιάδα της Θεσσαλονίκης ήταν, μέχρι το 1930 περίπου, διάσπαρτη από λίμνες και έλη[2] που επέτρεπαν ελάχιστη διαθέσιμη καλλιεργήσιμη γη, έκαναν  ιδιαίτερα δυσχερείς τις προσβάσεις και τις μεταφορές και επιβάρυναν τις υγειονομικές συνθήκες με μολυσματικές ασθένειες όπως η ελονοσία. Επιπρόσθετα γνωρίζουμε ότι στην άμεση περιοχή του στρατοπέδου δεν εντοπίζεται την εποχή αυτή και μέχρι την μαζική έλευση των προσφύγων, οργανωμένη οικιστική εγκατάσταση.  Διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες αναπτύσσονται  εκατέρωθεν του βασικού οδικού περάσματος της οδού Λαγκαδά αφορά όμως μονο-λειτουργικές χρήσεις που απαιτούσαν μεγάλες εκτάσεις γης όπως τα νεκροταφεία και τα μοναστήρια. Ακολουθώντας τη διαδρομή προς το βορρά και με αφετηρία την πλατεία Βαρδαρίου υπήρχε το οθωμανικό νεκροταφείο (πρέπει να διαμορφώθηκε από τις πρώτες μέρες της άλωσης), ο τεκές των Μεβλεβήδων δερβίσηδων (1612 – 1617), το ελληνικό νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής (1892-1893), οι εγκαταστάσεις του τάγματος των Λαζαριστών στην περιοχή Τερψιθέα του Δήμου Σταυρούπολης (η πρώτη αγορά γης γίνεται το 1859)  καθώς και το καθολικό νεκροταφείο του Αγίου Βικεντίου του Παύλου, πίσω από τα συμμαχικά νεκροταφεία (1860 – 1867).  

Χάρτης του 1944 στο οποίο διακρίνονται ο αρχικός κτηριακός πυρήνας του στρατοπέδου και η προς βορρά επεκτάσεις του. Πηγή υποβάθρου: ΕΚΕΠΠ-ΕΚΕΧΧΑΚ — Εθνική Χαρτοθήκη

 Από τις διάφορες μαρτυρίες (βλ. Λαζαρίδης, 2012: 95), αλλά και από σχετική επιγραφή που βρίσκεται τοποθετημένη στην είσοδο του τεμένους του στρατοπέδου, γνωρίζουμε ότι το κτηριολογικό πρόγραμμα των Οθωμανικών στρατώνων πυροβολικού πρέπει να είχε ολοκληρωθεί έως το 1905. Περιελάμβανε δύο παρόμοια κτήρια στρατωνισμού, ένα τζαμί, 4 στάβλους και ένα μικρό κτήριο διοίκησης. Τα κτήρια στρατωνισμού, το τέμενος και το διοικητήριο έφεραν όλα νεωτερίζοντα δυτικότροπα χαρακτηριστικά ενώ τα κτήρια σταυλισμού ήταν πανομοιότυπα μεταξύ τους και ακολουθούσαν τυπολογικά στις λειτουργικές ανάγκες που έπρεπε να εξυπηρετούν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε και η διάταξη των κτηρίων στο χώρο καθώς τα δύο κτήρια στρατωνισμού είναι τοποθετημένα έτσι ώστε να σχηματίζουν μια ορθογώνια εσωτερική πλατεία στην οποία προφανώς γινόταν η παράταξη του στρατεύματος. Ίχνη μιας διαγώνιας πορείας που οδηγούσε από την είσοδο του στρατοπέδου στο εσωτερικό της πλατείας εντοπίζονται ακόμη και σήμερα ενώ το τέμενος έχει διαγώνια διάταξη ως προς το προηγούμενο ορθοκανονικό σχήμα αποκτώντας τον αναγκαίο προσανατολισμό προς τη Μέκκα. Γενικότερα συμπεράσματα επί της τυπολογίας του στρατοπέδου δεν θα μπορούσαμε να διεξάγουμε λόγω της έλλειψης συστηματικών μελετών για τα Οθωμανικά στρατόπεδα στην ελληνική επικράτεια. Για τα μορφολογικά όμως χαρακτηριστικά μπορούμε να πούμε ότι τα κτήρια διατηρούν συγγένειες με άλλα αντίστοιχα στρατιωτικά κτίσματα της εποχής όπως αυτά του στρατοπέδου Κόδρα στην Καλαμαριά καθώς και του στρατοπέδου Παπαλουκά στις Σέρρες. Οι εγκαταστάσεις αυτές πρέπει να ήταν πολύ εντυπωσιακές για την εποχή τους, καθώς το επιβλητικό μέγεθος των νέων στρατώνων οδήγησε και στην μετονομασία της οδού Λαγκαδά. Η οδός Λαγκαδά ονομαζόταν αρχικά «Λεωφόρος Σερρών» (Siroz Caddesi),  αργότερα «Διευθύνσεως Μονοπωλείου» (Resi Da’ ireso από της αποθήκες της εταιρείας Ρεζή που βρισκόταν κοντά στην πλατεία Βαρδαρίου) και το 1906 φέρει πια το όνομα Λεωφόρος “Topçi Kişlasi” (Στρατώνων Πυροβολικού)[3].

Στο στρατόπεδο εγκαταστάθηκε το 1912 ο ελληνικός στρατός ο οποίος κατέλαβε σύντομα (έως το 1930) και εκτάσεις που βρίσκονταν βόρεια και δυτικά του αρχικού οθωμανικού στρατοπέδου. Οι εκτάσεις που καταλήφθηκαν αποτελούσαν τμήματα των εκατοντάδων στρεμμάτων που με διαδοχικές αγορές είχε αποκτήσει στην περιοχή ο μεγαλοτραπεζίτης Σαούλ Μοδιάνο και άλλα που ανήκαν σε μικροιδιοκτήτες. Στις επεκτάσεις αυτές ο ελληνικός στρατός κατασκεύασε θαλάμους και κτήρια που διακρίνονται σε χάρτη του 1929—1930 και κάποια από αυτά υφίστανται ακόμη και σήμερα. Την ίδια περίοδο είναι πιθανό να αποδόθηκε στο στρατόπεδο και το όνομα του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά, καθώς έως το 1929 και όπως προκύπτει από επιστολή που περιλαμβάνεται στο αρχείο του Κ.Ι.Θ και  δημοσιεύεται στην μελέτη των Δέλλιος et al (2011), το στρατόπεδο αναφέρεται ως «στρατώνες Αγίας Παρασκευής».

Η συνθήκη αυθαίρετης κατάληψης των βόρειων αυτών επεκτάσεων του στρατοπέδου από τον ελληνικό στρατό διευθετήθηκε μεσοπολεμικά. Η απαλλοτρίωση είχε κηρυχθεί ήδη από το 1931 (ΠΔ 9-10-1931 ΦΕΚ 364Α΄/16-10-1931), συντελέστηκε όμως  σταδιακά, καθώς το 1939 αποζημιώθηκαν οι μικροιδιοκτήτες και μόλις το 1966 (με το υπ.αριθμ.2030/9-6-1966 συμβόλαιο) και μετά από δικαστικές διαμάχες οι κληρονόμοι του Σαούλ Μοδιάνο. Καθώς οι κληρονόμοι του Σαούλ Μοδιάνο ήταν Ιταλοί υπήκοοι, το ήμισυ της ιδιοκτησίας τους είχε ήδη περιέλθει (πριν την συντέλεση της απαλλοτρίωσης) στην ιδιοκτησία του ελληνικού δημοσίου μέσω των διατάξεων περί εχθρικών περιουσιών και εφόσον είχε μεσολαβήσει ο β’ παγκόσμιος πόλεμος. Οι απαλλοτριώσεις συντελέστηκαν με δαπάνη του ελληνικού δημοσίου και με στόχο την επέκταση του στρατοπέδου για την δημιουργία πεδίου ασκήσεων των Συνταγμάτων Πυροβολικού. 

Εντωμεταξύ, η περιοχή γύρω από το στρατόπεδο θα πυκνώνει συνεχώς οικιστικά από το 1912 και μετά και με αφορμή διάφορες ιστορικές συγκυρίες.  Για τη στέγαση των προσφύγων που εκδιώχθηκαν από το 1913 έως το 1916 από τις πατρίδες τους (από τη Μ. Ασία, τη (δυτική Βουλγαρική) Θράκη και τον Πόντο) οργανώθηκε αρχικά ο συνοικισμός του Λεμπέτ, στην  σημερινή Πρόνοια της Σταυρούπολης (Λαζαρίδης, 2012: 105 - 110).  Την περίοδο 1915—1917 η αποβίβαση των γαλλικών και βρετανικών  στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη και η εγκατάστασή τους στις διαθέσιμες περιαστικές εκτάσεις θα μετατρέψουν τη δυτική περιοχή σε ένα απέραντο στρατόπεδο. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Σ. Λαζαρίδης (2012: 136) το Ζέιτενλικ (τοπωνύμιο της ευρύτερης περιοχής της Σταυρούπολης)  και η οδός Σερρών (Λαγκαδά) είναι τα δύο βασικά σημεία μνήμης και αναφοράς  των στρατιωτών που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου. Τέλος το μεγάλο ιστορικό γεγονός της πυρκαγιάς του 1917 θα επηρεάσει επίσης τον μετασχηματισμό του δυτικού τοπίου περί το στρατόπεδο, εφόσον για τη στέγαση των πυροπαθών πύκνωσαν οι υφιστάμενοι και οργανώθηκαν νέοι συνοικισμοί. Ωστόσο, η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 θα σημάνει την διαμόρφωση του τοπικού οικιστικού χαρακτήρα της περιοχής γύρω από το στρατόπεδο, καθώς οικισμοί της Πρόνοιας και της ΕΑΠ, οικοδομικοί συνεταιρισμοί, αυθαίρετες καταλήψεις και τενεκεδομαχαλάδες θα σχηματίσουν στην ευρύτερη δυτική περιφέρεια της πόλης ένα πλέγμα προσφυγικών συνοικισμών  (Χαστάογλου, 2001, Κούρτη, 2013) που αρκετά χρόνια αργότερα θα μετεξελιχθούν στους σημερινούς δήμους (Κούρτη, 2017: 167 - 171).

Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής το στρατόπεδο κατέλαβε ο γερμανικός στρατός, οπότε και ο χώρος θα γίνει τόπος μαρτυρίου για τους φυλακισμένους της Eθνικής Aντίστασης. Σημαντική μαρτυρία της περιόδου είναι το ημερολόγιο του Λεωνίδα Γιασημακόπουλου στο οποίο και περιγράφονται οι άθλιες συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων (Καφτατζής, 1999).  Σε επιστολή που διατηρείται στα αρχεία του Κ.Ι.Θ. και την οποία δημοσιεύουν οι Δέλλιος et al (2011: 19) περιγράφονται από τους φυματικούς αρρώστους κρατουμένους οι ίδιες φρικτές συνθήκες διαβίωσης εντός του στρατοπέδου. Το στρατόπεδο συνδέεται την ίδια εποχή με την  ιστορική «Τούμπα των Εκτελέσεων» που βρίσκονταν στην θέση του σημερινού δημαρχείου και στην οποία γίνονταν πιθανά εκτελέσεις κρατουμένων .

Με το τέλος του πολέμου το στρατόπεδο θα περιέλθει και πάλι στην κατοχή του ελληνικού στρατού και έως τη δεκαετία του ᾿60 θα ολοκληρωθεί η ανάπτυξη των εγκαταστάσεων του με την ανέγερση κτισμάτων, κυρίως στην νότια πλευρά, όπως ο ναός της Αγ.Βαρβάρας, τα μαγειρεία και κάποιες πιο πρόχειρες κατασκευές, όπως μεταλλικά στέγαστρα.

 

Σχεδιάγραμμα του στρατοπέδου το έτος 1949. Πηγή: Αρχείο Δήμου Παύλου Μελά.

Το κτηριακό απόθεμα της πρώτης ιστορικής φάσης του πρώην στρατοπέδου

Για την ολοκλήρωση της αναφοράς στην ιστορία του στρατοπέδου κρίνεται απαραίτητη μια συνοπτική επισκόπηση των επί μέρους χαρακτηριστικών των κτηρίων που βρίσκονται εντός του ιστορικού τόπου του στρατοπέδου.

Τα κτίσματα στρατωνισμού

Τα δύο επιμήκη κτήρια στρατωνισμού  αποτελούν τα χαρακτηριστικότερα και εντυπωσιακότερα κτίσματα του στρατοπέδου λόγω του μεγέθους, της κοινής τους μορφολογίας και της θέσης τους στον χώρο. Τα δύο αυτά κτίσματα τοποθετούνται στις δύο πλευρές ενός ιδεατού τετραγώνου σχηματίζοντας μια εσωτερική ορθογώνια πλατεία. Και τα δύο χρησιμοποιούνταν ως θάλαμοι οπλιτών κατά την αρχική κατασκευαστική τους φάση. Έχουν δύο ορόφους και γενικές διαστάσεις 11μ. πλάτος, 150μ. μήκος και 14μ. ύψος, ενώ έφεραν και τετράκλινη στέγη.

 Στην αρχική τους φάση και τα δύο κτήρια είχαν διπλή φέρουσα ξύλινη κιονοστοιχία που στήριζε την ξυλοκατασκευή των δαπέδων του ορόφου και της στέγης. Διέθεταν τέσσερις εισόδους, μία σε κάθε στενή πλευρά και δύο στο κεντρικό τμήμα. Επιπλέον έφεραν δύο κλιμακοστάσια σε επαφή με τις τοιχοποιίες που διαχώριζαν το κεντρικό τμήμα, από τα οποία επίσης σήμερα δεν σώζεται κανένα. Γενικά τα δύο κτήρια δέχθηκαν ισχυρές παρεμβάσεις που αλλοίωσαν σημαντικά την αρχική τους μορφή. Οι επεμβάσεις αυτές αφορούσαν πρώτιστα την καθαίρεση του εσωτερικού φέροντος ξύλινου σκελετού και την τοποθέτηση νέων υποστυλωμάτων και δοκών από οπλισμένο σκυρόδεμα. 

 Οι περιμετρικοί τοίχοι των κτηρίων είναι από μεικτή πλινθοδομή  με λωρίδες πλίνθων και πάχος 75 εκ.  στο ισόγειο και 65 εκ. στον όροφο. Οι εξωτερικές όψεις δεν φέρουν ιδιαίτερα διακοσμητικά στοιχεία, αλλά έχουν προσεκτική κατακόρυφη και οριζόντια στοίχιση των ανοιγμάτων τους. Κάποια επί μέρους διακοσμητικά στοιχεία, όπως το κυματοειδές γείσο και οι ημιανάγλυφοι πεσσοί,  αποτελούν δείγμα του επικρατούντος νεοκλασσικίζοντος στυλ των κατασκευών.  Το κτήριο στρατωνισμού, που χωροθετείται παράλληλα με την οδό Λαγκαδά, έφερε αρχικά και στο βόρειο μισό τμήμα της στέγης του τέσσερις φεγγίτες.

Φωτογραφία του κτηρίου στρατωνισμού του 1929. Διακρίνονται και οι φεγγίτες στην στέγη που σήμερα δε διατηρούνται πια. Πηγή: Αρχείο Β. Πανταζόπουλου όπως παρατίθεται στο Ψυλλάκη, 2012: 7

 Το Οθωμανικό τέμενος

Με βάση πρόσφατη δραστηριότητα της Υπηρεσίας Tεχνικών Έργων Kεντρικής Mακεδονίας του Υπουργείου Πολιτισμού μεταφράστηκε η μαρμάρινη αραβοπέρσικη επιγραφή που βρίσκεται στο ανώφλι της εισόδου του τεμένους που βρίσκεται εντός του στρατοπέδου και συνεπώς η κατασκευή του χρονολογήθηκε με ακρίβεια από τα μέσα του 1903 έως τα μέσα του 1904. Έγινε επίσης γνωστό ότι δωρητής του τεμένους ήταν ο Χασσάν Φεχμί Πασάς ο οποίος διετέλεσε διοικητής του βιλαετιού της Θεσσαλονίκης το 1895 και την περίοδο 1901 - 1904 (Χατζητρύφων, 2014: 86).

Το τέμενος έχει ορθογωνική κάτοψη διαστάσεων 18Χ13 μέτρων και είναι τοποθετημένο υπό γωνία ως προς τα υπόλοιπα κτίσματα του στρατοπέδου. Αποτελείται από ισόγειο, του οποίου την αρχική χρήση δεν γνωρίζουμε και όροφο τον οποίο καταλαμβάνει ο χώρος λατρείας. Οι εξωτερικές φέρουσες τοιχοποιίες είναι κατασκευασμένες με αργολιθοδομή και έχουν πάχος από 90 έως 80 εκ. (Καλλιγά, 2014: 73). 

Αν και θρησκευτικό κτίσμα, παρουσιάζει εξωτερικά μια σχετική μορφολογική απλότητα, γεγονός που μπορεί να ερμηνευτεί, εάν λάβουμε υπόψη τις εκσυγχρονιστικές τάσεις των τελευταίων χρόνων της Οθωμανικής κατάκτησης της πόλης. Οι όψεις έχουν τριμερή οριζόντια διάρθρωση που διαμορφώνεται από περιμετρικά διακοσμητικά γείσα. Η συμμετρία επιτυγχάνεται και στο κτίσμα αυτό με την κατακόρυφη στοίχιση των ανοιγμάτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εσωτερικός χώρος του ορόφου, καθώς διαμορφώνεται ξύλινη διακοσμημένη ημιθολωτή οροφή, ενώ στα επιχρίσματα των τοίχων διακρίνονται υπολείμματα και ίχνη ιχνογραφιών. Ανάμεσα στα ανοίγματα του χώρου διαμορφώνονται ψευδοπαραστάδες και πάνω από τα παράθυρα κυκλικά ανάγλυφα στοιχεία. Ιδιαίτερα αξιόλογη, κατασκευαστικά, είναι και η εσωτερική ξύλινη δομή της στέγης, όπου διαμορφώνεται ξύλινο σταυροθόλιο για την κρέμαση του εσωτερικού θόλου του τεμένους.

Στοιχεία που συνθέτουν την σπανιότητα της μορφής του συγκεκριμένου μνημείου είναι η θέση του μιναρέ (στο μέσον της βορειοδυτικής πλευράς), ο κορινθιακός διάκοσμος της κόγχης, καθώς και το ότι αποτελείται από δύο ορόφους (Χατζητρύφων, 2014: 84).

Φωτογραφίες εξωτερικού χώρου, εσωτερικής επιγραφής και οροφής στο εσωτερικό του τεμένους. Πηγή: Αρχείο του Δήμου Παύλου Μελά

Το κτήριο διοίκησης (ταξιαρχία)

Το κτήριο της 9ης ΤΑΞΥΠ διατηρείται σήμερα κατά το ήμιση, καθώς τμήμα του έχει κατεδαφιστεί τον Ιούνιο του 2005 κατά τις εργασίες διαπλάτυνσης της οδού Λαγκαδά. Πρόσφατη πυρκαγιά κατέστρεψε σχεδόν ολοσχερώς το οικοδόμημα αυτό. Το κτίσμα είχε σχεδιαστεί κατά τα «γερμανικά υποδείγματα» και οργανώνεται τυπολογικά με βάση την κλασικιστική διάταξη, δηλαδή με τριμερή οργάνωση της κάτοψης ως ένα κεντρικό άξονα εκατέρωθεν του οποίου αναπτύσσονται οι χώροι (Αλυφαντή, 2012). Το ισόγειο διαμορφώνεται σε εσοχή επιτρέποντας ημιυπαίθριο υπόστυλο χώρο. Εκατέρωθεν του χώρου του κλιμακοστασίου διατάσσονται δύο πτέρυγες οι οποίες αρχικά λειτουργούσαν ως ενιαίοι χώροι. Η τριμερής οργάνωση της κάτοψης διατηρείται και στην όψη του κτηρίου, καθώς ένας κεντρικός εξώστης με μικρό πρόβολο σηματοδοτούσε τον κεντρικό άξονα του κτηρίου. Τα διακοσμητικά στοιχεία του κτηρίου χαρακτηρίζονται από εκλεκτικιστικά χαρακτηριστικά σε απλοποιημένη μορφή, ενώ διατηρείται και σε αυτό το κτίσμα η αξονικότητα και η ρυθμική επανάληψη των ανοιγμάτων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κατασκευαστική δομή του κτηρίου καθώς αποτελείται από εξωτερικές τοιχοποιίες από μεικτή λιθοδομή (πάχους 84 εκ.)  που εξελίσσεται σε υπερμπατική πλινθοδομή στον όροφο (πάχους 35 εκ.), ενώ η φέρουσα λειτουργία συμπληρωνόταν από μεταλλικές δοκούς και υποστυλώματα.

Τα στοιχεία που παρατίθενται παραπάνω βασίζονται σε παλαιότερες μελέτες, καθώς τα ιδιαίτερα δομικά και μορφολογικά στοιχεία του κτίσματος είναι σήμερα πλήρως κατεστραμμένα.

Φωτογραφία του κτηρίου της Ταξιαρχίας. Πηγή: Αρχείο του Δήμου Παύλου Μελά

 Οι χώροι σταυλισμού

Οι στάβλοι αποτελούν τα συμπληρωματικά και σχετικά απλά κατασκευαστικά κτήρια του ιστορικού συνόλου του στρατοπέδου. Οι τρεις από αυτούς  βρίσκονται σε παράλληλη διάταξη μεταξύ τους και με κατεύθυνση βορρά νότου ως προς την μεγάλη τους πλευρά. Ο τέταρτος στάβλος εναρμονίζεται με την διάταξη των δύο κτηρίων στρατωνισμού αποτελώντας την τρίτη πλευρά του ορθογωνίου που αυτά σχηματίζουν. Οι διαστάσεις των κτισμάτων των στάβλων είναι 80Χ12μ. περίπου και βρίσκονται σε απόσταση 20 μέτρων μεταξύ τους. Κατασκευάστηκαν με προσοχή στη λεπτομέρεια, καθώς το ιππικό έπαιζε σημαντικό ρόλο στον οθωμανικό στρατό.

Οι τοιχοποιίες είναι από λιθοδομή με σενάζ από συμπαγείς οπτόπλινθους ενώ τα παράθυρα διαμορφώνονται περιμετρικά  με πλίνθινο ανακουφιστικό τόξο. Έφεραν ξύλινη τετράριχτη στέγη με χαρακτηριστικό στοιχείο την διαμόρφωση φεγγίτη αξονικά και κατά μήκος. Οι πλάγιες πλευρές του φεγγίτη είχαν πλαίσια με ξύλινες περσίδες που προσέφεραν φως και αερισμό, ενώ σε ιστορικές φωτογραφίες διακρίνονται και χάλκινες καμινάδες, που σημαίνει ότι αρχικά τα κτήρια αυτά θερμαίνονταν.  Εσωτερικά διαμορφώνονται και ταΐστρες από συμπαγείς πλίνθους επικαλυμμένες με υδραυλικό κονίαμα (Ψυλλάκη, 2012).

Φωτογραφία των στάβλων, 12 Σεπτεμβρίου 1916. Πηγή: Ministère de la Culture (France) – Médiathèque de l'Architecture et du Patrimoine.
Σημερινή φωτογραφία κτίσματος σταυλισμού. Πηγή: Αρχείο του Δήμου Παύλου Μελά.

Επίλογος

Αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη ιστορική αξία του χώρου του πρώην στρατοπέδου, το ΥΠ.ΠΟ.Α χαρακτήρισε το 2003 ως μνημείο[4] το οθωμανικό τέμενος, ως διατηρητέα κελύφη τα δύο επιμήκη κτήρια στρατωνισμού και το μεγαλύτερο μέρος της αρχικής έκτασης του στρατοπέδου ως ιστορικό τόπο. Την χρονιά αυτή οι στρατιωτικές δυνάμεις λειτουργούσαν ως τέτοιες στον συγκεκριμένο χώρο αν και με σημαντικά περιορισμένες δραστηριότητες εφόσον η πολιτική σταθερότητα των μεταπολιτευτικών χρόνων επηρέασε αναμφισβήτητα και το αμυντικό μοντέλο της χώρας και εφόσον από τα τέλη της δεκαετίας του ᾿80 ο κύριος όγκος του στρατεύματος είχε μετακινηθεί στις ακριτικές περιοχές. Ο στρατός εγκατέλειψε το χώρο του στρατοπέδου οριστικά το 2006 διατηρώντας σε λειτουργία ένα μικρό τμήμα των εγκαταστάσεών του που περιλαμβάνει την Υπηρεσία Αποκατάστασης Αναπήρων Πολέμου. Από τότε και έως σήμερα ο χώρος και κυρίως τα ιστορικά κτήρια έχουν υποστεί ακραίες λεηλασίες των υποδομών και του οικοδομικού τους υλικού (έχουν αφαιρεθεί καλώδια, κουφώματα, μεταλλικά μέρη, υδρορροές, κεραμίδια και ότι γενικά μπορούσε να αποσπαστεί από τα κτήρια) ενώ διαδοχικές πυρκαγιές έχουν καταστρέψει μεγάλο τμήμα των επικαλύψεων των κτηρίων που ασκεπή υπόκεινται σε ακόμη ταχύτερη φθορά. Σε αντίθεση με αυτή την υλική φθορά, οι γνώσεις μας για την ιδιαίτερη ιστορία του στρατοπέδου συνεχώς εμπλουτίζονται. Με ιδιαίτερη προσδοκία αναμένονται και τα αποτελέσματα της έρευνας της πιο σκοτεινής, της «κατοχικής» του φάσης, που πιθανά να αναδείξουν με ακόμη πιο εμφατικό τρόπο την διαπλοκή της ιστορίας του συγκεκριμένου τόπου με την ιστορία των ανθρώπων της πόλης.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Καλλιγά, Δ., (2014) «Χασάν Φεχμί Πασά Τζαμί: Τεκμηρίωση - Αποκατάσταση - Επανάχρηση», Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας με τίτλο «Ιστορικά Ισλαμικά Τεμένη», Θεσσαλονίκη 19 Οκτωβρίου 2013, Θεσσαλονίκη: ΥΠ.ΠΟ, σσ 69-82.

Καφτατζής, Γ., Το Ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης, 1941—1944, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής

Κούρτη, Π., (2013) «Ο προσφυγικός εποικισμός της Δυτικής Θεσσαλονίκης και η γένεση της «άλλης πλευράς»”, Επιστημονική Επετηρίδα του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης «Θεσσαλονίκη», τ.8,  σ. 305—325.

Κούρτη, Π., (2017) Αστικές Πολιτικές και Δημόσιος Χώρος. Συνέχεια και Αλλαγή στη Διαχείριση του Δημόσιου Χώρου στη Δυτική Θεσσαλονίκη, 1980 - 2010, Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ..

Λαζαρίδης Σ., (1997) Από το Βαρδάρι έως το Δερβένι, Ιστορική καταγραφή έως το 1920, Θεσσαλονίκη.

Λαζαρίδης, Σ., (2012) Η μοναξιά του Ζειτενλικ. Η μακραίωνη κυοφορία των Δυτικών Συνοικιών της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1920, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτρος.

Χαστάογλου, Β., (2001) Χαστάογλου, Β. (2001) "Ο πολεοδομικός μετασχηματισμός της Θεσσαλονίκης στα χρόνια της προσφυγικής πλημμυρίδας, 1922 - 1930", στο: Λάββας, Γ., Μαρμαράς, Μ., Τσιλένης, Σ., Χαστάογλου, Β. (επιμ.) Η πόλη στο καλειδοσκόπιο,Κείμενα για την ιστορία της Πολεοδομίας. Αθήνα: Εκδόσεις Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Εφηρμοσμένης Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, 262 - 275.

Χατζητρύφων, Ν., (2014) Χασάν Φεχμί Πασά Τζαμί: Η ταυτότητα του κτηρίου, βασικές αρχές αποκατάστασης - επανάχρησης, Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας με τίτλο «Ιστορικά Ισλαμικά Τεμένη», Θεσσαλονίκη 19 Οκτωβρίου 2013, Θεσσαλονίκη: ΥΠ.ΠΟ, σσ  83-101.

 

ΜΕΛΕΤΕΣ

Αλυφαντή, Α. ( Επιβλέπον Μ.Νομικός) (2012)  Αποκατάσταση και επανάχρηση κτιρίου (ΤΑΞΥΠ) στο στρατόπεδο Παύλου Μελά.

Δέλλιος,  Γ., Ιντζές, Χ., Καρνούτσος, Δ., Κοιμτζόγλου, Δ., Μάτσου, Β., Μποζοπούλου, Ά., Τοκμακίδου, Α., Φελεκίδου, Ο., Ψυλλάκη, Σ., (Επιβλέποντες Μ.Νομικός, Ο.Γεωργούλα, Κ.Τοκμακίδης, Α.Σέξτος, Θ.Ξένος),  (2011) Μελέτη ανάλυσης —τεκμηρίωσης και πρόταση επανάχρησης κτιρίου στρατωνισμού στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, ΔΠΜΣ - ΑΠΘ.

Ψυλλάκη, Σ. ( Επιβλέπον Μ.

 

[1] Από το απόσπασμα του Π.Μ.Κοντογιάννη (1911) που παραθέτει ο Σ.Λαζαρίδης, ο.π., σελ. 469 , «Η δε χώρα, την οποίαν έχομεν απέναντί μας, σχηματίζεται εις πεδιάδα ανώμαλον και λοφώδη, περιβαλλομένην από όρη και προεκτεινομένην μέχρι του Θερμαικού κόλπου. Επί της εκτεταμένης ταύτης γης μόνον αραιοί τινές συνοικισμοί, ανάξιοι λόγου, ανακύπτουν. Η δε ερημία, η μόνωσις και η οικτρά εγκατάλειψις συσφίγγουν την καρδίαν και καθιστούν αραιάν και διακεκομμένην την συνομιλίαν μου μετά του πλησίον μου ισταμένου φίλου.»

[2] Υπάρχουν πολλές γνωστές γραπτές αναφορές στα προβλήματα που προκαλούσαν οι βάλτοι και τα έλη πλησίον της Θεσσαλονίκης όπως αυτή του J.Jonesco στο Α.Γρηγορίου & Ε.Χεκίμογλου (επιμ.), Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών: Η Θεσσαλονίκη των περιηγητών, Θεσσαλονίκη: Μίλητος, 2008, σ.156

[3] Β.Δημητριάδης, Τοπιογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας 1430—1912 , σελ.236.

[4] Υπουργική απόφαση με αριθμό ΥΠΠΟ/ΔΝΣΑΚ/Γ/532/64683/19-11-03 (ΦΕΚ 1786/τΒ/2-12-03)