Μετά το Παύλου Μελά: Κρατούμενοι του στρατοπέδου Παύλου Μελά σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.

Η βορειοδυτική γωνία του στρατοπέδου Παύλος Μελάς, 1942.

Α. Δροσινάκης, Δ. Μητσόπουλος, Χ. Φωτογλίδης

Η έρευνα αφορούσε αιτήσεις θυμάτων του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος για αποζημιώσεις, αποτέλεσμα της συμφωνίας του 1960 μεταξύ Ελλάδας και Δυτικής Γερμανίας και προβλέπονταν επανορθώσεις σε άτομα που διώχθηκαν από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συνολικού ύψους 115 εκατομμυρίων μάρκων.[1] Μέσα από την ανάγνωση των αιτήσεων και των δικαστικών αποφάσεων εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς τις δυσκολίες που βίωσαν αυτοί οι άνθρωποι είτε λόγω θρησκεύματος, είτε λόγω της συμμετοχής τους στην αντίσταση, είτε λόγω της εφαρμογής αντιποίνων.  Διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, εκτοπίστηκαν και πολλοί από αυτούς εκτελέστηκαν.

 Εν προκειμένω, θα ασχοληθούμε με ομάδες ατόμων, που μοιράζονται μια συγκεκριμένη ιστορική εμπειρία: Τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας του Γ΄ Ράιχ. Κατά το πρώτο διάστημα της κατοχής Έλληνες εργάτες, λόγω των παροξυσμικών συνθηκών που επικρατούσαν στον ελλαδικό χώρο, προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους μετακινήθηκαν εθελοντικά στη Γερμανία ή την Αυστρία, ώστε να εργαστούν εκεί. Όμως σε αυτό το στάδιο της κατοχής και του ευρύτερου πολέμου η μετακίνηση ήταν αμιγώς καταναγκαστική. [2]

Tο φαινόμενο της καταναγκαστικής εργασίας δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά πρέπει να γίνει αντιληπτό μέσα στο πλαίσιο του ολοκληρωτικού πολέμου. Σημαντικοί μελετητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως ο Adam Tooze[3] και o Mark Spörer[4] έχουν τονίσει τη σημασία της καταναγκαστικής εργασίας για την οικονομία του Γ΄ Ράιχ, ιδίως όσο ο πόλεμος όδευε προς τη λήξη του. Συνολικά τα θύματα του ναζιστικού καθεστώτος που χρησιμοποιήθηκαν ως «σκλάβοι-εργάτες», στη πλειοψηφία τους ανατολικοευρωπαίοι, υπολογίζονται μεταξύ 10 και 12 εκατομμυρίων. Η «καταναγκαστική εργασία» ήταν ευρέως διαδεδομένη και κάλυπτε κάθε τμήμα της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι αναπτύσσεται ενός είδους ανταγωνισμός μεταξύ των βιομηχάνων ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτό το φτηνό εργατικό δυναμικό.[5]

Οι Έλληνες, μη εβραίοι, που έζησαν αυτό το «Γολγοθά» αποτελούν ακόμη και σήμερα terra incognita για την ελληνική ιστοριογραφία[6]. Τα δικαστικά αρχεία δείχνουν ότι πολλοί άνθρωποι, μετά από συλλήψεις και επιχειρήσεις των Γερμανών, μετακινήθηκαν αναγκαστικά ώστε να εργαστούν προς όφελος της ναζιστικής μηχανής. Το λεξιλόγιο όμως των αιτήσεων και των δικαστικών αποφάσεων κατά κανόνα δεν επιτρέπει την σε βάθος ανάλυση των αιτιών σύλληψης. Μια αναφορά «λόγω της αντιθέσεως στην εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία», που τις περισσότερες φορές συνοδεύεται από το χαρακτηριστικό «δίχως να μετέχει εις πράξεις ενόπλου ή αόπλου αντιστάσεως» είναι αρκετή.

 Η συντριπτική πλειοψηφία των ονομάτων των εγκλείστων στο ναζιστικό στρατόπεδο  Παύλου Μελά, που προέκυψαν από την αρχειακή έρευνα στα δικαστικά έγγραφα, (περίπου το 70%) μετά από μια περίοδο κράτησης στο στρατόπεδού Παύλου Μελά, ή σε κάποιο άλλο τόπο κράτησης στη Θεσσαλονίκη, οδηγήθηκαν στη Γερμανία ή στην Αυστρία. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται ιδιαίτερα σε όσους συλλαμβάνονται μέσα στο 1944, όταν η ναζιστική πολεμική και βιομηχανική μηχανή βρίσκεται σε πλήρη αποσάθρωση και οι ανάγκες της αυξάνονται διαρκώς.[7]

Προκειμένου να σκιαγραφήσουμε το φαινόμενο θα ασχοληθούμε ενδεικτικά με τις μικροϊστορίες προσώπων και ομάδων ατόμων, που μετά από ένα διάστημα κράτησης στο στρατόπεδο Παύλου Μελά οδηγήθηκαν στη Γερμανία. Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα ένα παγκόσμιο φαινόμενο, «στρέφοντας το βλέμμα μας σε αμέτρητες μοναδικότητες που παρέσυρε ο κυκλώνας», όπως έχει ειπωθεί από την Μπενβενίστε[8].

Η πρώτη ομάδα που θα μας απασχολήσει είναι μια ομάδα από επτά άνδρες από τα Μάλγαρα. Οι Μπορμπόκης Παναγιώτης, Τσάουσης Κωνσταντίνος, Ανάδουλος Αργύριος, Αραμπατζής Γεώργιος, Κουϊδουμαρτζής Αθανάσιος, Κόγιας Γεώργιος και Μουλάς Δημήτριος συνελήφθησαν στις 6 Ιουλίου του 1944 στα Μάλγαρα. Οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, όπου παρέμειναν ένα μήνα περίπου και στη συνέχεια οδηγήθηκαν στη Γερμανία, στο Augsburg και στο Moosburg. O γραφειοκρατικός χαρακτήρας των αιτήσεων δεν μας αφήνει πολλά περιθώρια για να καταλάβουμε πως έζησαν αυτό το περίπου ένα χρόνο που έμειναν στη Γερμανία, καθώς δηλώνουν ότι επέστρεψαν στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1945.  Αξίζει όμως να κάνουμε δυο βάσιμες υποθέσεις. Στο Augsburg, που βρίσκεται στη Βαυαρία, στεγαζόταν ένα υπο-τμήμα του στρατοπέδου Dachau[9], που προσέφερε περίπου 1300 «σκλάβους-εργάτες» στη ντόπια βιομηχανία πολεμικών αεροσκαφών˙[10] ενώ στο Moosburg, που απέχει 90 χιλιόμετρα από το Augsburg, βρίσκονταν το Stammlager VII-A, που ήταν το μεγαλύτερο στρατόπεδο αιχμαλώτων της ναζιστικής Γερμανίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο. Αν και αρχικά σχεδιάστηκε για 10.000 κρατούμενους, η είσοδος των αμερικανικών στρατευμάτων σε αυτό σήμαινε και την απελευθέρωση 70.000 κρατούμενων. Μάλλον μέσα σε αυτές τις 80.000 συγκαταλέγονται και οι 7 άνδρες από τα Μάλγαρα, όπου δούλευαν, είτε σε κατασκευές κατεστραμμένων σιδηροδρόμων, είτε σε εργοστάσια της εποχής.

Μια αρκετά παρόμοια ιστορία έχουν να μας διηγηθούν τα δικαστικά αρχεία και για 9 άνδρες από το Ζαγκλιβέρι. Στις 26 Ιουλίου του 1944 οι Δεββές Βασίλειος, Χαχάλος Γιώργος, Παππαδόπουλος Αθανάσιος, Παππαδόπουλος Αθανάσιος, Μυλωνάς Δημήτριος Μακούδης Γεώργιος, Νεστοράς Δημήτριος, Ζήρνας Ανδρέας, Δαδάλας Παναγιώτης, Δέβες Δημήτριος συνελήφθησαν στο πλαίσιο εκκαθαριστικών επιχειρήσεων  στην περιοχή Ασβεστοχωρίου-Χορτιάτη και οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά.[11] Στις 20 Αυγούστου όμως ξεκίνησαν με τραίνο για τη Γερμανία. Εκεί έμελλε να αλλάξουν 4 στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Η πορεία τους ήταν κοινή. Πέρασαν από το Essen, το Bibil, το Rheine και το Buchholz. Δυστυχώς και πάλι οι δικογραφίες δεν μας δίνουν πολλές πληροφορίες. Στην περιοχή του Essen βρίσκονταν περίπου 350 εργοστάσια, τα περισσότερα εκ των οποίων συνεργαζόμενα με τη Krupp και τη Siemens[12].  Το κοινό των Essen και Buchholz είναι ότι βρίσκονταν στη βιομηχανική καρδιά της Γερμανίας. Οι αναφορές στο Rheine μάλλον υποκρύπτουν καταναγκαστική εργασία σε στρατόπεδα γύρω από το Ρήνο, ενώ το Bibil δεν είναι δυνατόν να ταυτιστεί με τα υπάρχοντα δεδομένα. Το πιθανότερο είναι ότι η εμπειρία των 9 αυτών ανδρών, όπως και χιλιάδων άλλων, θα μας είναι άγνωστη.

Πρέπει να τονιστεί ότι η αναγκαστική μετακίνηση και εργασία στη Γερμανία δεν είναι ανδρική υπόθεση. H Πεπονίδου Βασιλική, Καμπάκη Αλκμήνη και Θέμελη Κεφαλά Εριέττα έζησαν και αυτές την αντίστοιχη εμπειρία. Η πρώτη, από το Καλοχώρι, συνελήφθη τον Απρίλιο του 1944. Απελευθερώθηκε στη Βιτεμβέργη ένα χρόνο και ένα μήνα αργότερα. Η Καμπάκη Αλκμήνη συνελήφθη στη Θεσσαλονίκη, αλλά και αυτή απελευθερώθηκε τον Μάιο του 1945. Τέλος η Θέμελη Κεφαλά Εριέττα σύμφωνα με τη δήλωση της, αφού συνελήφθη πέρασε από 4 διαφορετικά στρατόπεδα, μέχρι την επιστροφή στην Ελλάδα: Μπάνιτσα, Βιντορφ, Βιτεμβέργη και άλλα στρατόπεδα αναφέρονται στις δηλώσεις τους˙ όμως ένα στρατόπεδο συνδέει και τις τρεις. Το Ravensbrück. [13]  Το διαβόητο στρατόπεδο γυναικών  στη περιοχή του Βρανδεμβούργου στο οποίο συνολικά φυλακίστηκαν τουλάχιστον 70.000 γυναίκες «φιλοξένησε», τις τρεις παραπάνω γυναίκες. Το διάστημα που ήταν φυλακισμένες εκεί συμπίπτει. Άραγε γνωρίζονταν μεταξύ τους; Και αν όχι, όπως είναι το πιθανότερο, καθώς εκτός από το κύριο στρατόπεδο του Ravensbrück, υπήρχαν 40 υπο-στρατόπεδα που υπάγονταν σε αυτό, πως ζούσαν αυτή την εμπειρία ανάμεσα σε γυναίκες, κατά κύριο λόγο από τη Πολωνία, τη Γαλλία ή τη Ρωσία, με τις οποίες πιθανότατα δεν θα μπορούσαν να συνεννοηθούν;[14]

 Η αφήγηση τέτοιων ιστοριών θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ αόριστον. Άλλωστε, κάθε δικαστική αίτηση που είδαμε μπορεί να αποτελέσει και μια ξεχωριστή ανθρώπινη ιστορία. Οι ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν τον εγκλεισμό στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά ή την καταναγκαστική εργασία στην Ελλάδα, όπως τα 14 – τουλάχιστον – άτομα  που εντοπίσαμε, που οδηγήθηκαν στο Δομοκό από τις αρχές κατοχής ή οι ιστορίες ανθρώπων που δεν βίωσαν καν τον εγκλεισμό στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά αλλά οδηγήθηκαν για καταναγκαστικά έργα στη Βόρεια Ιταλία, στην «Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία» και φυσικά όλες εκείνες οι αιτήσεις που περιγράφουν την ανείπωτη φρίκη του Ολοκαυτώματος, όταν ένας επιζών ζητά αποζημιώσεις για όλη του την οικογένεια, που ξεκληρίστηκε, σίγουρα είναι εξίσου «δυνατές» και διδακτικές, όπως η ιστορία κάθε ανθρώπου, που έζησε εκείνα τα «ανάποδα χρόνια».[15]

Το φωτογραφικό υλικό που ακολουθεί προέρχεται από την έρευνα στα ΓΑΚ Θεσσαλονίκης

 

[1] Anna-Maria Droumpouki, “German Federal Compensation and Restitution Laws and the Greek Jews” στο Yad Vashem Studies, 45:1, Spring 2017

[2]  Μαρία Καβάλα, Η Θεσσαλονίκη στη Γερμανική Κατοχή: Κοινωνία, Οικονομία και Διωγμός Εβραίων, Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Κρήτης,2009, σελ. 243-246

[3] Adam Tooze, The Wages of destruction, New York: Penguin Books, 2007

[4] Mark Spörer,  Zwangsarbeit unter dem Hakenkreuz. Ausländische Zivilarbeiter, Kriegsgefangene und Häftlinge im Dritten Reich und im besetzten Europa 1939-1945, Stuttgart; München, DVA, , 2001

[5] Mark Mazower, Η αυτοκρατορία του Χίτλερ: ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2009,σελ.294-318

[6] Αυτή τη περίοδο ο Ιάσονας Χανδρινός εκπονεί σχετική έρευνα, στο Πανεπιστήμιο του Regensburg. Ενδεικτικά: Ιάσονας Χανδρινός,  «Έλληνες όμηροι και καταναγκαστικοί εργάτες στη ναζιστική Γερμανία». Επίμετρο στο: Ρόμπερτ Στράιμπελ, Απρίλιος στο Στάιν, μυθιστόρημα. μτφ. Μαριάννα Χάλαρη. Αλφειός, Αθήνα 2018, σ. 349-366

[7] Mark Mazower, Η αυτοκρατορία του Χίτλερ: ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2009, σελ.303-312

[8] Ρίκα Μπενβενίστε, Λούνα, Αθήνα: Πόλις, 2017, σελ.11

[9] https://encyclopedia.ushmm.org/content/en/article/dachau

[10] http://www.edwardvictor.com/Holocaust/Augsburg.html

[11] Στράτος Δορδανάς, Το αίμα των αθώων: αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944, Αθήνα: Bιβλιοπωλείο ¨Εστία¨, 2007, σελ. 529-532

[12] https://encyclopedia.ushmm.org/content/en/photo/forced-labor-in-the-siemens-factory

[13] https://encyclopedia.ushmm.org/content/en/article/ravensbrueck

[14] Για το ζήτημα της γλωσσικής ετερογένειας στον στρατοπεδικό κόσμο, με έμφαση όμως στους Εβραίους, Falk Pingel, “Social Life in an Unsocial Environment: The Inmates’ Struggle for Survival,” στο Concentration Camps in Nazi Germany. The New Histories,(επιμ.) Jane Caplan και Nikolaus Wachsmann, London: Routledge, 2010,σελ. 70–71

[15] Riki van Boeschoten, Ανάποδα Χρόνια: συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών (1900-1950), Αθήνα: Πλέθρον, 1997.